Ήταν 1.221 841 άτομα. Στους Ευζώνους ο αριθμός των προσφύγων ήταν 385 και οι ντόπιοι 254 άτομα. Για το εξαντλημένο από τους πολέμους, τον διχασμό και τη μικρασιατική καταστροφή η εγκατάσταση και αποκατάσταση των προσφύγων για το ελληνικό κράτος ήταν ένα τιτάνιο έργο.
Από την άλλη οι πρόσφυγες εξαθλιωμένοι ψυχικά και σωματικά με πολύ πόνο και παιδεμό προσπαθούσαν να θεμελιώσουν το παρόν τους αρχίζοντας από το μηδέν κρατώντας πάντα μέσα τους άσβεστη την ελπίδα για καλύτερες μέρες.
Ο αγώνας για επιβίωση και ρίζωμα στη μητέρα πατρίδα ήταν μια καθημερινή πάλη όμως άντεξαν και ρίζωσαν με γυμνά χέρια, όργωσαν και φύτεψαν, με πέτρες και ξύλα έκτισαν σχολεία και εκκλησίες. Πέρασε όμως αρκετό διάστημα μέχρι να καταφέρουν να γίνουν αποδεκτοί από τις τοπικές κοινωνίες.
Αουτήδες και τουρκόσπορους τους αποκαλούσαν. Στα χωριά με αμιγώς προσφυγικούς πληθυσμούς δεν προέκυψαν ιδιαίτερα προβλήματα, στα χωριά όμως με μεικτό πληθυσμό (ντόπιο και πρόσφυγες) δημιουργήθηκαν εντάσεις και προστριβές λόγω της διανομής γαιών αλλά και λόγω ηθών και νοοτροπιών. Παρόλες όμως τις δυσκολίες και τα προβλήματα οι πρόσφυγες άντεξαν μπορεί να έχασαν τη ρίζα τους τα κλαδιά τους κανείς όμως δεν κατάφερε να πάρει την ψυχή τους.
Και εκεί που πίστεψαν πως τα όσα είχαν υποστεί τα προηγούμενα χρόνια είναι επιτέλους παρελθόν ξεσπά ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και λίγους μήνες αργότερα στις 06/04/1941 οι Γερμανοί εισβάλλουν στην πατρίδα μας από τα οχυρά της γραμμής μεταξά και στις 8 Απριλίου από την περιοχή μεταξύ Πολυκάστρου και Δοϊράνη. Μαζί με τους Γερμανούς όπως και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο εισέβαλαν και οι Βούλγαροι σύμμαχοί τους.
Η περιοχή του Κιλκίς εντάχθηκε στη γερμανική ζώνη αλλά παραχωρήθηκε στους Βούλγαρους το δικαίωμα εγκατάστασης βουλγαρικών φρουρών μαζί με τους γερμανικούς στη Γευγελή και στα ελληνικά χωριά Ειδομένη και Εύζωνοι. Οι Βούλγαροι για άλλη μια φορά όπως και την περίοδο 1870-1912 δεν έκρυψαν τα σχέδια και τις βλέψεις τους για τη Μακεδονία. Με διάφορους τρόπους και ερείσματα δημιούργησαν κλίμα διχασμού στον ελληνικό πληθυσμό της Ειδομένης και των Ευζώνων, παράλληλα καλλιέργησαν με αθέμιτα μέσα την αντιπαράθεση μεταξύ των ντόπιων Ελλήνων και του ελληνικού προσφυγικού στοιχείου που είχε εγκατασταθεί στα χωριά αυτά. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν αρκετές προσφυγικές οικογένειες να ξαναζήσουν την προσφυγιά διωγμένοι τώρα από τους Βούλγαρους αλλά και όσοι κάτοικοι εξυπηρέτησαν τα σχέδια των Βουλγάρων έμελλε μετά τη λήξη του πολέμου να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να φύγουν από την Ελλάδα.
Εκμεταλλευόμενοι την πείνα και την άθλια λόγω του πολέμου κατάσταση, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να προσηλυτίσουν με το μέρος τους Έλληνες πολίτες. Δεν τους ενδιέφερε πόσοι και ποιοι αρκεί να προσχωρούσαν στις τάξεις τους. Σημασία είχε να υλοποιηθεί το σχέδιό τους, αυτό που δεν κατάφεραν τα προηγούμενα χρόνια.
Με εκτοπισμούς τρομοκράτηση και εξαθλίωση του ελληνικού πληθυσμού, την αρπαγή υλικών αγαθών της περιουσίας και την προπαγάνδα επιδίωξαν τον εκβουλγαρισμό των περιοχών που είχαν υπό κατοχή στην ανατολική Μακεδονία και δυτική Θράκη.
Δέκτης των παραπάνω βουλγαρικών ενεργειών έγινε και η περιοχή μας αφού στη διπλανή γευγελή είχε εγκατασταθεί λόχος του βουλγαρικού στρατού.
ανάρτηση της βουλγαρικής σημαίας στο δημοτικό σχολείο των ευζώνων
Να πώς περιγράφει το παραπάνω γεγονός η Αλεξία Ιωαννίδου στον ιστότοπο pontosnews.
Στις 20 Απριλίου ανήμερα της Αναστάσεως μια μικρή ομάδα κομιτατζήδων πέρασε τον Αξιό ποταμό στο ύψος του πορθμείου και εισέβαλε στον αύλειο χώρο του δημοτικού σχολείου των Ευζώνων και ανήρτησαν τη βουλγαρική σημαία. Η αντίδραση των κατοίκων ήταν άμεση.
2 παλικάρια ποντιακής καταγωγής ο Χρήστος Χιονίδης και ο Γιώργος Αθανασιάδης δίχως να δειλιάσουν στη σκέψη των αντιποίνων και τις επιπτώσεις που θα είχε η ηρωική τους πράξη κατεβάζουν τη βουλγαρική σημαία και την κομματιάζουν στην πλατεία του χωριού. Το γεγονός αυτό ο εξευτελισμός από τους Έλληνες ξύπνησε στους Βούλγαρους κομιτατζήδες τον πόθο για εκδίκηση και μάλιστα με όρους που χαρακτηρίζουν την ψυχοσύνθεσή τους.
Συνεχίζω από τη σελίδα 125 του ιστορικού λευκώματος του δήμου Παιονίας: Οι Βούλγαροι σύμμαχοι των Γερμανών πίστεψαν πως έχουν και το δικαίωμα να προσβάλουν και να τιμωρήσουν όχι μόνο εκείνους που κατέβασαν τη σημαία τους, αλλά και ολόκληρο το χωριό. Έτσι τον Απρίλιο του 1941 εβδομάδα της διακαινησίμου ημέρα παρασκευή και εορτή της ζωοδόχου πηγής, ένοπλοι εισέρχονται στον οικισμό. Με πυροβολισμούς, περιπολίες στους δρόμους προσπάθησαν να εκφοβίσει τους κατοίκους. Αυτοί όχι μόνο δεν φοβήθηκαν, το αντίθετο μάλιστα. Απάντησαν με τον τρόπο τους και με τη συνδρομή κατοίκων των γειτονικών χωριών που έσπευσαν να τους βοηθήσουν. Οι εχθροί λεηλάτησαν ότι έβρισκαν μπροστά τους και επιτέθηκαν στον άμαχο πληθυσμό. Έκλεψαν υπάρχοντα των κατοίκων συνέλαβαν αμάχους και ως ομήρους τους οδήγησαν στη Γευγελή και στα γύρω χωριά.
Στη μάχη των Ευζώνων αναφέρει μεταξύ άλλων η Αλεξία Ιωαννίδου κόπηκε το νήμα της επίγειας ζωής 2 νέων καρλσήδών, του Σίμου Ιωαννίδη και του Αλέξη Γρηγοριάδη. Ο 29 χρονος Σίμος μόλις είχε γυρίσει από το αλβανικό μέτωπο το βράδυ της πέμπτης 24 Απριλίου. Στον δρόμο της επιστροφής έκανε μια στάση για λίγες ώρες στην Ποντοκώμη νομού Κοζάνης για να δει συγγενείς του. Μάταια η θεία του τον παρακαλούσε να μείνει λίγες ημέρες «Αναμεν’ με ο κύρη μ ΄και ο αδελφό μ’ πρεπ’ να φεύω».
Εάν αργούσε έστω και μια μέρα να γυρίσει δεν θα είχε προλάβει τα γεγονότα και δεν θα έπεφτε από βουλγαρική σφαίρα.
Ο δεκανέας Αλέξης Γρηγοριάδης είχε γυρίσει λίγους μήνες πιο μπροστά από το αλβανικό μέτωπο γιατί ήταν πολύτεκνος. Ήταν 35 χρονών. Το γεγονός αυτό όμως καθόλου δεν τον απέτρεψε από το να αφήσει την ησυχία του σπιτιού του τα 5 παιδιά του και τη γυναίκα του Κάλλη (Καλλιόπη) για να πάει να υπερασπιστεί τα παιδιά και τις γυναίκες όλων των συγχωριανών του. Ο αλέξης σκοτώθηκε 300 μ από τον Σίμο. Ήταν και αυτός το ίδιο λοφάκι και δέχτηκε σφαίρα στο πόδι από εχθρικά πυρά. Έπεσε καταγής πληγωμένος. Τον περικύκλωσαν οι βουλγαροκομιτατζήδες. Αφού περίμεναν να εξαντλήσει όλες τις σφαίρες του όντας πληγωμένος και μην μπορώντας να σηκωθεί, τον πλησίασαν και τον βασάνισαν τρυπώντας τον με τις ξιφολόγχες και τα μαχαίρια. Είχε 17 μαχαιριές επάνω του. Του είχαν μένος γιατί είχε σκοτώσει 3 από τους συνολικά 10 νεκρούς των βουλγαροκομιτατζήδων.
Ο δεκαπεντάχρονος Ακριτιδης Σωκράτης από το Μικρό Δάσος με το ποδήλατο πήγε στην Αξιούπολη και ειδοποίησε τη γερμανική φρουρά. Με την παρέμβαση των Γερμανών αφέθηκαν ελεύθεροι οι όμηροι εκτός από 12 άνδρες που κρατήθηκαν στις φυλακές της Γευγελής όπου επί 3 μήνες υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια και κακουχίες. Όταν αποφυλακίστηκαν ένας από αυτούς ο Μιλτιάδης Κουρτίδης από την Ποντοηράκλεια υπέκυψε στα τραύματά του.
Η περίοδος της κατοχής και ο εμφύλιος σπαραγμός που ακολούθησε πληρώθηκε πολύ ακριβά από την πατρίδα μας και από όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν 1950-1960 ήταν μεν ειρηνικές αλλά με πολύ μεγάλη φτώχεια και ανεργία. Η κατάσταση αυτή ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες να μετακινηθούν προς τα αστικά κέντρα και την μετανάστευση σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης , σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία με αποτέλεσμα την ερήμωση μεγάλου μέρους της υπαίθρου. Δεν υπήρχε χωριό χωρίς μετανάστες έτσι και από τους ευζώνους έφυγαν αρκετοί νέοι κυρίως κάτοικοι στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ενώ οι Έλληνες έφευγαν για καλύτερη ζωή στο εξωτερικό οι πολίτες των χωρών της κεντρικής Ευρώπης άρχισαν να έρχονται οδικώς στη χώρα μας για διακοπές. Για όλους τους ταξιδιώτες οι Εύζωνοι ήταν η πρώτη τους επαφή με την Ελλάδα και τους Έλληνες η διέλευση αυτών των χιλιάδων ταξιδιωτών μέσα από το χωριό είχε σαν αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη του. Ξενοδοχεία και καταστήματα εστίασης άρχισαν να λειτουργούν και πολλοί κάτοικοι βρήκαν εργασία σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών στο χωριό και στο τελωνείο. Τους καλοκαιρινούς μήνες μέρα και νύχτα το χωριό έσφυζε από κίνηση και κόσμο η δε πλατεία του με τα γύρω μαγαζιά θύμιζε τουριστικό θέρετρο. Δεν ήταν όμως μόνο οι τουρίστες που συνέβαλαν στην οικονομία του χωριού ήταν και οι υπάλληλοι των δημοσίων υπηρεσιών αστυνομίας τελωνείου και τα λοιπά. Ο νέος αυτοκινητόδρομος ο πόλεμος που ξέσπασε το 1990 στην τότε Γιουγκοσλαβία καθώς και άλλοι παράγοντες οδήγησαν στην σχεδόν μηδενική διέλευση των ταξιδιωτών μέσα από το χωριό με αποτέλεσμα να χάσει τα όποια οικονομικά έσοδα είχε από αυτούς. Παράλληλα όμως οι νέοι συνέχιζαν να φεύγουν προς τα αστικά κέντρα έτσι σιγά σιγά αλλά σταθερά ο αριθμός των κατοίκων και των παιδιών μειώνεται αισθητά με αποτέλεσμα το 2009 να κλείνει το σχολείο και να σταματήσει την ενεργό δράση η ιδρυθείσα το 1968 ποδοσφαιρική ομάδα Εύζωνοι. Ευτυχώς σήμερα υπάρχει και δραστηριοποιείται ακόμα πολιτιστικός σύλλογος που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 80.
ΎΓ. Η μνήμη δεν είναι βάρος είναι χρέος και οι κάτοικοι των Ευζώνων ορμώμενοι από αυτό κάθε χρόνο ανήμερα της ζωοδόχου πηγής θυμούνται και τιμούν τη θυσία των 2 παλικαριών τους αλλά και όσους συμμετείχαν στη μάχη των Ευζώνων
Πηγές: Ιστορικό λεύκωμα δήμου Παιονίας του Χρήστου Ίντου
Βικιπαίδεια
Pontosnews-«H μάχη των ευζώνων και ηρωική θυσία δύο καρσλήδων παλικαριών» της Αλεξίας π. Ιωαννίδου: