Παρασκευή, 1 Νοεμβρίου 2024, 6:28:45 πμ
Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 2024 19:55

ΚΙΛΚΙΣ: Ένα τοπικό γεγονός του 1940

Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης.

Εκπαιδευτικός - συγγραφέας.

Ο Κυριάκος Κυριακίδης από το Ντορτκιλισέ του Καρς, και μετέπειτα  εγκατεστημένος στο Χωρύγι Κιλκίς, πολέμησε στον Α΄ Π.Π. στην κεντρική Ευρώπη στην πλευρά των Ρώσων. Αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε σ' ένα κτήμα στην Αυστρία, όπου και δούλευε έγκλειστος. Η οικογένεια στην οποία δούλευε είχε ένα μικρό αγόρι, με το οποίο ο Κυριάκος ήταν καθημερινά μαζί στο κτήμα τους.

 

Με τη λήξη του πολέμου αφέθηκε ελεύθερος και πήγε στη Βενετία, από όπου πήρε το πλοίο για το Βατούμ της Γεωργίας. Επειδή, όμως, δεν είχε λεφτά για να βγάλει εισιτήριο, μπήκε κρυφά στο βαπόρι βρίσκοντας καταφύγιο μέσα σε αμπάρι. Σ' όλο το ταξίδι έβγαζε κάθε τόσο το κεφάλι του για να αναπνέει καθαρό αέρα. Όταν έφθασε στο Βατούμ πήρε τον δρόμο για το Αρταχάν κι από εκεί για το χωριό του το Ντορτκιλισέ. Μετά από πεζοπορία πέντε ημερών, μέσα από πυκνά κι επικίνδυνα δάση, με άγρια θηρία, έφθασε στο Ντορτκιλισέ.

Η εικόνα που αντίκρισε ήταν τρομαχτική. Το χωριό έρημο, ρημαγμένο. Ψυχή πουθενά. Μονάχα ένα καχεκτικό σκυλί θήλαζε τα κουτάβια του λίγο παραπέρα. Το ζώο μόλις τον είδε σκιάχτηκε. Αγρίεψε στην αρχή, όπως οι μάνες που αντιλαμβάνονται την απειλή για τα μικρά τους. Σκέπασε μεμιάς τα κουτάβια της με το σώμα της. Εκείνα στριμώχτηκαν χαρούμενα κάτω από τις γνώριμες θηλές της. Μετά από λίγο τον αναγνώρισε με τη σκυλίσια μνήμη που είχε. Τότε μόνο άφησε τα κουτάβια της κι έτρεξε κοντά του, σαν να του έλεγε «δεν είμαστε πια μόνοι».

Απογοητευμένος ο Κυριάκος έτρεξε στο διπλανό ελληνικό χωριό, αλλά κι εκεί αντίκρισε την ίδια εικόνα. Για καλή του τύχη συνάντησε έναν Κούρδο, γνωστό από παλιά. «Πού είναι οι δικοί μας;» Τον ρώτησε. «Έφυγαν για την Ελλάδα» απάντησε εκείνος. «Τα πράγματα αγρίεψαν. Φύγε, όσο πιο γρήγορα μπορείς, για να σωθείς». Δρασκελώντας κάμπους και βουνά, βρήκε τον δρόμ, και μετά από πορεία πολλών μηνών, έφθασε στην Ελλάδα. Ταλαιπωρήθηκε, φοβήθηκε, αλλά δεν λιποψύχησε. Έκανε την ελπίδα, λεπίδα, άνοιξε δρόμο κι έφθασε στην πατρίδα. Μετά από καιρό ρωτώντας εδώ κι εκεί και με τη βοήθεια του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, βρήκε τους δικούς του στη Μακεδονία, εγκατεστημένους στο Χωρύγι Κιλκίς.

Πέρασαν περί τα δεκαεφτά χρόνια, αφότου ο Κυριάκος ήρθε στην Ελλάδα και ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη Νέα Καβάλα του Κιλκίς ήρθε και στρατοπέδευσε ένα τάγμα από Αυστριακούς στρατιώτες. Μη γνωρίζοντας την ελληνική γλώσσα οι αυστριακοί, ρώτησαν αν υπάρχει κανένας Έλληνας που μιλά γερμανικά, για να τους κάνει τον διερμηνέα. Έμαθαν για τον Κυριάκο και πήγαν στο Χωρύγι και τον πήραν.

Όταν τον παρουσίασαν μπροστά στον αυστριακό αξιωματικό, στην ερώτησή του προς τον Κυριάκο «πότε και πού έμαθε τα γερμανικά», απάντησε ότι τα έμαθε κατά την αιχμαλωσία του στην Αυστρία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο αξιωματικός ακούγοντας το όνομα της χώρας του ξαφνιάστηκε και τον ρώτησε ξανά «αν θυμάται το μέρος που ήταν αιχμάλωτος».  «Και βέβαια το θυμάμαι», είπε ο Κυριάκος, ονομάζοντας την περιοχή και την οικογένεια στην οποία δούλευε. Ο αξιωματικός θέλοντας να μάθει περισσότερα,  τον ρωτά ανυπόμονα ξανά, αν η οικογένεια στην οποία δούλευε είχε παιδιά. «Ναι, είχε. Ένα αγόρι, που όταν έφυγα από εκεί, ήταν  οχτώ χρονών. Παίζαμε μαζί με τις ώρες στο αγρόκτημα που είχαν».  «Το όνομα αυτού του παιδιού το θυμάσαι;» ξαναρώτησε ο λοχαγός. Και στο άκουσμα του ονόματος «Φρανς», το πρόσωπο του αυστριακού λοχαγού φωτίστηκε. «Ξέρεις ποιον έχεις τώρα μπροστά σου; Εκείνο το μικρό αγόρι. Μη φοβάσαι. Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις» του είπε συγκινημένος ο λοχαγός. Το μόνο που ζήτησε ο Κυριάκος ήταν να μην συμβεί κανένα κακό στο χωριό του. Ο λοχαγός κράτησε τον λόγο του. Το Χωρύγι χάρη στον Κυριάκο δεν πειράχτηκε.