Ακόμη θυμάμαι την μέρα που ο παππούς μου (ο παππούκας μου) για επιβράβευση για το άριστα και γιατί από 8 χρονών ήμουν στο αναλόγιο, μικρός ψαλτάκος, μου πήρε σαν δώρο ένα πικάπ Ντούαλ (εκείνο το βαλιτσάκι με τα γκρί-πορτοκαλί χρώματα) και ένα ραδιόφωνο Βέγκα, γιατί τα πικάκ εκείνα δεν είχαν ενισχυτή.
Ήταν τότε που αγόρασα την Μυρτιά και την Μαργαρίτα-Μαργαρώ και βέβαια τον αριστουργηματικό Επιτάφιο του 1961. Αργότερα πια στην Θεσσαλονίκη το 1964 πήρα ένα δισκάκι που από την μια μεριά είχε τους Μοιραίους και από την άλλη την Μπαλάντα του Αντρίκου και τα δύο σε στίχους του Βάρναλη και μουσική του Θεοδωράκη.
Η μπαλάντα του Αντρίκου
Στίχοι: Κώστας Βάρναλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία : Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.
Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.
Άξαφνα πέφταν στο νερό
Η καθεμιά γδυτή γοργόνα
Κιόλο γινόταν πιο μικρό
Τ΄Αντρέα το μάτι ίσα βελόνα
Είναι μεγάλος ο Θεός!
Τ΄αχείλι το πικρό του λέει.
Πόσο μεγάλος κι αγαθός
Και πλούσια τα χρυσά του ελέη!
Μα ρθε ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.
Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό
Περνάει μπροστά σου η Ζηνοβία
(ένα τραγούδι σιγαλό
στον καφενέ παίζ΄η ρομβία):
πως τα περνάς, σ΄αναρωτά,
τα τόσα βάσανα της ζήσης;
Πάρε τα λίγ΄αυτά λεφτά
Να γιάνεις και να ξαναζήσεις.
Κ΄η βάρκα μάνα γελαστή,
Από την μια στην άλλη μπάντα
σ΄αργοκουνάει στην κουπαστή
-Καλό ταξίδι σου για πάντα!
Πόσο μεγάλος ο Θεός
Πατήρ και Πνεύμα και Υιός!
Ο Μίκης Θεοδωράκης με την μουσική του ήθελε προφανώς να διατηρήσει τον ανάλαφρο τόνο που έχουν οι πρώτες 3 στροφές, προσθέτοντας στο τέλος υπαινικτικά μόνο την 6η. Απόφυγε επίσης να χρησιμοποιήσει την 4η και την 5η με τον σαφή σεξουαλικό υπαινιγμό για το "ματάκι" του καμπούρη Αντρέα στα νεαρά και γυμνά κορίτσια.
Ο Βάρναλης είχε παλιά σχέση με την Αίγινα. Τη δεκαετία του 1920 έμεινε κάμποσο καιρό εκεί. Εκεί έγραψε το πρωτοποριακό του έργο «Το φως που καίει». Εκεί εμπνεύστηκε και έγραψε πολλά ποιήματα, όπως τη Μπαλάντα του Αντρίκου.
Το ενδιαφέρον με αυτό το τραγούδι είναι ότι τα πρόσωπα του τραγουδιού ήσαν υπαρκτά.
Η Κατερίνα (Κατίνα στην καθημερινή) και τ’ Αντιγονάκι (Αντιγόνη) είναι οι δύο αδελφές της Ιφιγένειας, το γένος Ζέρβα, συζύγου του πασίγνωστου παλιού Αιγινήτη γιατρού, του Ξυδέα
Η Ζωή ήταν η Ζωή Γιαννούλη, αδελφή του δικηγόρου Τάκη Γιαννούλη. Και, τέλος, η Ζηνοβία, η διασημότερη όλων, ήταν κόρη του Γιάγκου Μπήτρου, μεγάλου ξυλέμπορου της εποχής, Αξίζει να σταθούμε λίγο στη Ζηνοβία, γιατί πράγματι φαίνεται ότι ήταν μια γυναίκα ξεχωριστή και πολύ προχωρημένη για τα ήθη της εποχής. Η οποία με τη σειρά της σπούδασε στο Παρίσι και υπήρξε από τις πρώτες φεμινίστριες της Ευρώπης Έχοντας οικονομική άνεση, ήταν η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που αγόρασε και οδήγησε αυτοκίνητο, έπαιζε δημοσίως χαρτιά και κάποια εποχή μετέτρεψε το μαγαζί του πατέρα της σε κινηματογράφο. Τα φορέματά της τα έφερναν στην Αίγινα υπάλληλοι του Τσούχλου, πολυτελούς οίκου νεωτερισμών της εποχής στην Αθήνα. Διηγούνται ότι ήταν πολύ χειραφετημένη, κατήργησε από μόνη της τις ξεχωριστές πλαζ, δημιουργώντας μπαιν-μιξτ, αφού δεν δίσταζε να κολυμπά ακόμη και μέσα στο λιμάνι, συμπαρασύροντας και άλλες γυναίκες, αλλά και άντρες.
Υπαρκτό πρόσωπο ήταν και ο βαρκάρης της συντροφιάς, ο καμπούρης Αντρέας, ο Αντρίκος. Πρόκειται για τον Ανδρέα Γελαδάκη, γνωστό με το παρατσούκλι «Τσουκλανίδας».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
- Η βάρκα του Ανδρέα Γελαδάκη ή Τσουκλανίδα με την τέντα ξομπλιαστή (στη διάλεκτο της Αν. Ρωμυλίας, ζωγραφιστή, στολισμένη).
- Ζηνοβία Μπήτρου: η Γεωργία Σάνδη της Αίγινας....
- Η Ζηνοβία Μπήτρου ξαπλωμένη μαζί με την Κατερίνα και το Αντιγονάκι