Η αιτία του δημογραφικού προβλήματος δεν είναι η οικονομική δυσκολία, αλλά η οικονομική ευκολία υπό την έννοια ότι έχουμε ως προτεραιότητα την ατομική οικονομική μας εξασφάλιση, είπε μεταξύ άλλων.
Λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός της καταχωρίζουμε ολόκληρη την εισήγησή του.
Αδέλφια και παιδιά μου εν Χριστώ,
Με πολύ μεγάλη χαρά και συγκίνηση βρίσκομαι απόψε εδώ, κοντά σας, λίγες μόλις μέρες πριν την μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων. Θέλω, έτσι, εισαγωγικά να ευχαριστήσω θερμά την Ένωση Πολυτέκνων Κιλκίς και το παράρτημα Κιλκίς της Ένωσης Απόστρατων Αξιωματικών Στρατού, για την πολύ ευγενική τους πρόσκληση, χάρη στην οποία ανταμώνω κι εγώ μαζί σας σήμερα.
Σε τέτοιες περιστάσεις, ο λογισμός μου ανατρέχει τρία χρόνια πίσω, όταν στον επιβατήριο λόγο της ενθρονίσεώς μου, ως Επίσκοπος του Κιλκίς, είχα προσπαθήσει να τονίσω ότι η έγνοια μου είναι στην καθημερινότητα του Χριστιανού, στην κοινωνία και στα τραύματά της, στους ανθρώπους της και στις δυνατότητές τους. Όσο επιτρέπει ο Θεός, προσπαθώ να εκπληρώνω αυτή μου την προδιάθεση και συγκινούμαι από την ολόθυμη ανταπόκριση που βρίσκω από ανθρώπους και οργανώσεις. Και βέβαια, το πιο ελπιδοφόρο είναι ότι έχουμε όχι μόνο κοινές αγωνίες, αλλά και ότι δίνουμε κοινούς αγώνες, σε πλαίσιο ενότητας. Η αξία της πνευματικής σύμπνοιας δεν θα είχε κανένα νόημα χωρίς την πρακτική μας συνάντηση, χωρίς την συνέργειά μας επί του πεδίου, που δεν είναι άλλο από τον ίδιο των άνθρωπο, ως κιβωτό του Τριαδικού Θεού.
Οι διοργανωτές έκαναν την τιμή στην ελαχιστότητά μου να μου αναθέσουν το κοινωνικό σκέλος της σημερινής θεματολογίας. Τούτη, κινείται στο, επιτρέψτε μου να πω, σπουδαιότερο κοινωνικό πρόβλημα της πατρίδας μας. Ομιλούμε σήμερα για το δημογραφικό. Ομιλούμε, δηλαδή, για την ανθρωπολογική και εθνική μας συρρίκνωση. Για ένα πρόβλημα τόσο σοβαρό που, για να το αποδώσουμε στην πραγματική του διάσταση, πρέπει να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως ναρκαλιευτές, στων οποίων τα χέρια είναι έτοιμη να εκραγεί η ισχυρότερη απειλή που έπληξε ποτέ, τουλάχιστον ένδοθεν, αυτόν εδώ τον λαό. Μία νάρκη, λοιπόν, την οποία καλούμαστε να μην αποτάξουμε προς την επόμενη γενιά, αλλά να την απενεργοποιήσουμε.
Σκοπός μου, με την παρούσα εισήγηση, δεν είναι να αναλωθώ σε στατιστικά στοιχεία και εν γένει τεχνικές αναλύσεις. Θα παραθέσω, βεβαίως, ορισμένες πολύ προβληματικές διαπιστώσεις εθνικών και διεθνών οργανισμών, αλλά κύριο μέλημά μου είναι να θέσω τους βασικούς προβληματισμούς για τις αιτίες που μας έκαναν να λέμε σήμερα ότι «η Ελλάδα γερνάει». Θα προσπαθήσω να πάρω από την αρχή και με τη σειρά τους κρίκους αυτής της αλυσίδας, ώστε να καταλήξουμε βήμα- βήμα, με λογική και με επιχειρήματα, στη ρίζα του προβλήματος. Ανευρίσκοντας την αιτία, προβληματιζόμενοι για αυτήν και αναλύοντάς την, θεωρώ ότι θα μπορέσουμε να έχουμε την σαφέστερη εξήγηση για όσα θα πούμε τώρα στην αρχή, αλλά και για τις επιπτώσεις και τις ενδεχόμενες λύσεις του όλου προβλήματος.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ας δούμε, πού βρισκόμαστε σήμερα. Με βάση την τελευταία απογραφή, του 2021, στην Ελλάδα κατοικούν σήμερα κάτι λιγότερο από 10,5 εκατομμύρια άνθρωποι και συγκεκριμένα 10.482.487. Πριν πενήντα χρόνια, το 1971, είχαν καταγραφεί κάτι λιγότερο από 9 εκατομμύρια. Ο πληθυσμός αυξανόταν διαρκώς σε αυτό το διάστημα των πενήντα χρόνων, με εξαίρεση την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Έτσι, από το 2011 και μετά, οι καταγραφές ήταν πάντα φθίνουσες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις που έγιναν για το πολύ κοντινό μας έτος 2022. Συγκεκριμένα, τον χρόνο αυτό καταγράφηκαν οι λιγότερες γεννήσεις των τελευταίων 90 ετών, από όταν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα στην Ελλάδα. Επίσης, το 2022 οι γεννήσεις ήταν κατά περίπου 10% μειωμένες σε σύγκριση με το 2021, ενώ ταυτόχρονα ήταν περίπου οι μισές σε σχέση με τις αντίστοιχες του έτους 1980.
Πέραν όμως, από τους απόλυτους αριθμούς, εξίσου δυσοίωνες είναι οι δημογραφικές προβλέψεις των ευρωπαϊκών οργανισμών. Με βάση επίσημες εκτιμήσεις που αφορούν την ανθρωπογεωγραφία της Ευρώπης του 2100, η Ελλάδα φαίνεται να υφίσταται μία από τις πιο ισχυρές δημογραφικές πιέσεις. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι μέχρι τότε θα έχει απωλέσει τουλάχιστον το 24% της σημερινής πληθυσμιακής της δύναμης και θα κατατάσσεται στην τρίτη χειρότερη θέση μεταξύ των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης!
Να, λοιπόν, η κοινωνική νάρκη την οποία κρατούμε στα χέρια μας καθημερινά. Τα παραπάνω δεδομένα δεν μπορούν με κανένα τρόπο να παρουσιάσουν έστω ένα μικρό σημάδι αισιοδοξίας. Συγχωρήστε μου την έκφραση, αλλά με αυτά τα στοιχεία ανά χείρας, η Ελλάδα δεν γερνάει απλώς, αλλά πεθαίνει! Το γήρας δηλώνει απλώς μία ύφεση, μία καθοδική πορεία. Ο θάνατος όμως, αποξενωμένος εν προκειμένω από τη χριστιανική του ερμηνεία, δηλώνει την αποτελμάτωση, το τέρμα. Και αυτό το τέρμα δεν βρίσκεται απλώς μπροστά μας, αλλά το ζούμε ήδη.
Ξέρω ότι μπορεί να γίνομαι δυσάρεστος μιλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και τούτο, διότι, όπως γνωρίζετε, σε κάθε στάδιο της διαποίμανσής μου στο Κιλκίς, προσπαθώ πάντα να υποδεικνύω τις χαραμάδες της ζωής, από τις οποίες ξεχύνονται διάπλατα οι αχτίδες του Χριστού, ως δύναμη που μπορούμε να λάβουμε όλοι μας. Ωστόσο, καταπιανόμενος με ένα τέτοιο θέμα, θεωρώ χρέος μου να μην αφήσω καμία αμφιβολία, ότι το όλο πρόβλημα δεν προσφέρεται για τον παραμικρό εφησυχασμό, για την παραμικρή ωραιοποίηση. Σας μιλώ από καρδιάς, αλλά, δυστυχώς, δεν μου επιτρέπεται αντικειμενικά να αναφερθώ με διαφορετική βαρύτητα στο πλέον υπαρξιακό πρόβλημα του Γένους μας.
Ο μεγαλύτερός μου προβληματισμός, όμως, για όλα αυτά, έγκειται αλλού. Επιτρέψτε μου να τον μοιραστώ μαζί σας, λέγοντας αρχικώς τα εξής: Όλα όσα αναλύσαμε έως τώρα είναι ίσως τα μόνα δεδομένα για τα οποία δεν διαφωνούμε μεταξύ μας. Το έθνος μας, παρότι συχνότατα διχάζεται για διάφορα θέματα, τουλάχιστον ως προς αυτό έχει μία και ενιαία αντίληψη. Όλοι ομονοούμε ως προς την ύπαρξη του προβλήματος αλλά και ως προς την έκτασή του, ως προς τις τραγικές διαστάσεις του. Επιπλέον, όλοι συμφωνούμε ότι δεν πρόκειται για ένα καινοφανές πρόβλημα, αλλά για μία κατάσταση που επωάζεται πολλά χρόνια τώρα και που απλώς έφτασε, πλέον, σε οριακό σημείο. Με αυτή τη συναντίληψη δεδομένη, ο προβληματισμός μου έγκειται σε ένα πράγμα: στην απραξία μας. Πώς είναι δυνατόν να έχουμε επίγνωση όλων αυτών των ζητημάτων και παρά ταύτα να μην σημειώνουμε καμία πρόοδο στην επίλυσή τους;
Θα μπορούσε κανείς άραγε να δώσει, σε πρώτο χρόνο, μία κυνική απάντηση; Θα μπορούσε, δηλαδή, κανείς να πει ότι «δεν συμφέρει» να μιλήσουμε για το δημογραφικό; Η απάντηση εδώ είναι μάλλον αρνητική. Η οικονομική πτυχή του προβλήματος θα αναλυθεί και στην συνέχεια. Επί του παρόντος, όμως, θα ήθελα μόνο να επισημάνω την σχετική έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, του γνωστού μας ΟΟΣΑ, στην οποία παρατηρείται ότι το έτος 1990, 23 συνταξιούχοι αντιστοιχούσαν σε 100 εργαζόμενους. Τριάντα χρόνια μετά, το 2020, 38 συνταξιούχοι αντιστοιχούσαν σε 100 εργαζόμενους. Με βάση τις ίδιες εκτιμήσεις, το έτος 2050, σε 100 εργαζομένους θα αντιστοιχούν πλέον 75 συνταξιούχοι. Άρα, μέσα σε 60 χρόνια, η αναλογία για το ασφαλιστικό μας σύστημα, θα έχει εκτοξευτεί από το 23%, στο 75%! Είναι προφανές ότι καμία οικονομία και πάντως σίγουρα όχι αυτή που λειτουργεί σε πλαίσιο ελεύθερης αγοράς, όπως η δική μας, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε τέτοιες συνθήκες. Συνεπώς, οικονομικό κίνητρο για τη δημογραφική μας συρρίκνωση δεν φαίνεται να υπάρχει.
Υπάρχει, μήπως τότε, οικονομικό αντι-κίνητρο; Αναφέρομαι, τώρα βεβαίως, στη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, στη διάρκεια της οποίας επήλθε η ραγδαία επιδείνωση του δημογραφικού. Μία πρώτη, εύκολη απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να είναι θετική. Και πράγματι, οι περισσότεροι υποψήφιοι γονείς δηλώνουν ότι θέλουν να έχουν οικονομική άνεση πριν ολοκληρώσουν την οικογένειά τους, προκειμένου να προσφέρουν το καλύτερο στα παιδιά τους. Νομίζω ότι στους περισσότερους από εμάς αυτό το επιχείρημα ακούγεται πειστικό, λογικό και σεβαστό.
Ωστόσο, θα ήθελα να σταθούμε περισσότερο σε αυτό το σημείο και να αναλογιστούμε τα εξής: ας συμφωνήσουμε, για αρχή, ότι εν έτει 2024, η ελληνική οικονομία δοκιμάζεται ακόμη σκληρά, χωρίς όμως να βιώνει την απόλυτη εξαθλίωση της προηγούμενης δεκαετίας. Εννοείται ότι και η σημερινή κατάσταση παρουσιάζει υψηλές δυσκολίες, αλλά σίγουρα συμφωνούμε όλοι ότι δεν βρισκόμαστε σε συνθήκες χρεωκοπίας, όπως συνέβαινε πριν λίγα χρόνια. Λαμβάνουμε, λοιπόν, ως δεδομένο ότι η οικονομική κατάσταση είναι σχετικώς καλή και μάλιστα ότι διατηρείται έτσι επί ένα ικανό χρονικό διάστημα, που προσεγγίζει τα πέντε με έξι χρόνια, από τότε που θεωρούμε ότι αφήσαμε πίσω μας την κρίση. Σε αυτό το διάστημα της καλής- ή τουλάχιστον καλύτερης- οικονομικής μας κατάστασης, η δημογραφική συρρίκνωση εξακολουθεί με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Σας θυμίζω ότι όσα αποκαρδιωτικά στοιχεία έχω αναφέρει μέχρι σήμερα δεν χρονολογούνται, λόγου χάρη, το 2017- 2018, δηλαδή σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, αλλά κινούνται στο διάστημα 2021- 2023. Συνεπώς, βλέπουμε ότι το «οικονομικό επιχείρημα», αυτό δηλαδή που προϋποθέτει μία καλή οικονομική κατάσταση για την τεκνοποίηση, μπορεί εύκολα να αντικρουστεί.
Σε αυτή μας την ένσταση, ο σημερινός ενδιαφερόμενος γονέας θα μπορούσε να μας αντιτάξει ότι «δεν εννοούσα μία απλώς καλή οικονομική κατάσταση, αλλά μία πραγματική οικονομική άνεση». Και πάλι, όμως, παρά την κατανόηση που μπορούμε να δείξουμε σε μια τέτοια αντίληψη, πρέπει να σταθούμε για λίγο. Πρέπει να σκεφτούμε όσα μας έφεραν ως κράτος μέχρι εδώ. Να σκεφτούμε ότι η γενιά του μεσοπολέμου και η μεταπολεμική γενιά, δηλαδή οι πατεράδες και οι παππούδες όλων ημών, ήταν αυτοί που ξαναέχτισαν αυτή τη χώρα, όχι μόνο υλικά, αλλά και πληθυσμιακά. Σε εκείνες τις γενιές, που έβγαλαν ένα ρημαγμένο κράτος από τις λάσπες δύο Παγκοσμίων Πολέμων, οι πολύτεκνες οικογένειες ήταν ο κανόνας. Οι εστίες του ’40 και του ’50 μετρούσαν, κατά μέσο όρο, από 3 έως 7 παιδιά. Είχαν άραγε οι άνθρωποι αυτοί οικονομική άνεση ή έστω μία κάπως καλή οικονομική κατάσταση; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Οι γενιές αυτές πέρασαν κατά συντριπτική πλειοψηφία πολύ φτωχικά χρόνια.
Σε αυτή μας την ένσταση, ο υποψήφιος γονιός έρχεται για να δώσει την τελευταία απάντησή του στον υποθετικό μας διάλογο. «Άλλες εποχές», θα μας πει. Και έτσι, η όλη συζήτηση και αναζήτηση της αιτίας του δημογραφικού προβλήματος αρχίζει να παίρνει την τελειωτική της μορφή. Η παραπομπή στις «άλλες εποχές» μας δίνει απλόχερα την απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα. Περιδιαβήκαμε όλες τις βάσεις του δημογραφικού προβλήματος: αντικειμενικά στοιχεία, αναλύσεις, επιχειρήματα και προβληματισμούς. Ήταν όμως απαραίτητο, προκειμένου να φτάσουμε σε αυτήν ακριβώς την απάντηση του υποθετικού γονιού, γιατί αυτή είναι που εντοπίζει την καρδιά του προβλήματος.
Αδελφοί μου, ζούμε πράγματι σε άλλες εποχές. Για να ακριβολογώ, ζούμε σε αλλοτριωτικές εποχές. Ζούμε στον κόσμο της ταχύτητας και της κοστοστρέφειας. Ζούμε στην εποχή της ηθικής απελευθέρωσης και της ανελέητης επιδίωξης του κέρδους. Στον βωμό του υλισμού θυσιάζουμε το φυσικό μας περιβάλλον αλλά και την αναπαραγωγική δυνατότητα του ανθρώπου. Είναι η εποχή που ευτελίζεται η ιερότερη παραχώρηση του Τριαδικού Θεού: η ελευθερία. Φτάσαμε σήμερα να αποκαλούμε ελευθερία, δικαίωμα, την οικονομική εξόντωση του αδύναμου από τον επιχειρηματικά ισχυρό, την θεσμοθέτηση της γενετήσιας μεταστροφής και την φίμωση της αντίθετης άποψης. Αυτά δεν είναι ελευθερία. Είναι ασυδοσία!
Είμαστε, ξεκάθαρα, σε διαφορετική εποχή. Είναι η εποχή της αποϊεροποίησης. Η εποχή που η οικογένεια θεωρείται ξεπερασμένη κοινωνική σύμβαση και αυτό που έχει σημασία είναι η καριέρα. Η γυναίκα, ως αληθινός στυλοβάτης της οικογένειας, με την ιδιότητα της μάνας, λησμόνησε τον κεντρικό αυτό ρόλο της. Επιδόθηκε στην πλήρη κοινωνική της απελευθέρωση, που έφτασε, όμως, να σημαίνει απουσία: απουσία είτε παιδιών από τη ζωή της είτε απουσία της ίδιας από τα παιδιά που επέλεξε να κάνει.
Σε αυτό το κλίμα κυοφορήθηκε και γεννήθηκε, ως τέκνο της εποχής μας, το δημογραφικό. Και αυτό, με τη σειρά του, επιφέρει σωρεία επιπτώσεων στην ελληνική κοινωνία. Πέρα από το προφανές, που είναι η εθνική μας αποσάρθρωση, υπάρχουν επακόλουθες συνέπειες, οι οποίες παράγονται από το κενό που δημιουργείται. Ποιος θα καλύψει, φερ’ ειπείν, τα κενά στην παραγωγική διαδικασία; Ποιο θα είναι το αντικείμενο των σχολικών μαθημάτων μίας Ελλάδας όπου οι Έλληνες θα είναι απλώς μία μεγάλη μερίδα πληθυσμού; Η εθνολογική συρρίκνωση των Ελλήνων σημαίνει τη λήθη και άρα την απώλεια των ιδανικών στα οποία οικοδομήθηκε αυτό το κράτος. Ιδανικά όπως η ελευθερία, η πίστη, η ισότητα, η αυτοδιάθεση και η δημοκρατία συγκροτούν έναν μοναδικό γενετικό κώδικα, του οποίου όμως η διαιώνιση δεν είναι καθόλου δεδομένη. Για την ακρίβεια, με βάση όλα όσα είπαμε, είναι μάλλον αμφίβολη, εάν δεν αλλάξουμε συλλογικά την κοινωνική μας κατεύθυνση.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η αλήθεια, όμως, αυτής της πραγματικότητας κρύβεται στο αριστοτελικό «μέτρο». Ζούμε στην εποχή που χάσαμε το μέτρο. Μας προσφέρθηκαν θαυμαστά εργαλεία, αλλά εμείς προβήκαμε και προβαίνουμε σε κατάχρησή τους. Μας δόθηκε η τεχνολογία και η διάχυση της πληροφορίας, ως όπλα έναντι των ισχυρών κέντρων εξουσίας, αλλά εν τέλει υποδουλωθήκαμε σε ηλεκτρονικές συσκευές. Μας δόθηκε η προοπτική για να αυξήσουμε το προσδόκιμο ζωής μας και εν τέλει, μαζί με αυτό, αυξάνεται ο χρόνος που αφιερώνουμε στην επιδίωξη του ατομικού μας κέρδους και μειώνεται πολλαπλασίως ο χρόνος που αφιερώνουμε σε ό,τι αληθινά αξίζει σε αυτή τη ζωή.
Χάσαμε το μέτρο και βρεθήκαμε σε σύγχυση. Ευρισκόμενοι σε σύγχυση, δεν κάνουμε τις ορθές επιλογές για τον βίο μας. Προτεραιοποιούμε το «εγώ» και στη συνέχεια προτάσσουμε λογισμούς για να μην συνδεθούμε στο «εμείς». Η αιτία του δημογραφικού προβλήματος δεν είναι η οικονομική δυσκολία, αλλά η οικονομική ευκολία, υπό την έννοια ότι έχουμε ως προτεραιότητα την ατομική οικονομική μας εξασφάλιση. Δεν εννοώ βεβαίως ότι η απόφαση να δημιουργήσει κανείς οικογένεια πρέπει να λαμβάνεται ασυλλόγιστα και ανεξαρτήτως των εκάστοτε συνθηκών. Απλώς επισημαίνω ότι η ίδια η δομή της σκέψης μας είναι προβληματική. Φαίνεται αυτό και από όσους έχουν σήμερα την ευλογία να είναι γονείς. Πόσες φορές δεν έχουμε δει όλοι μας στην γειτονιά, στο πάρκο, σε ένα κατάστημα εστίασης, τον γονιό να έχει αφήσει το παιδί του μπροστά σε μία ηλεκτρονική συσκευή, προκειμένου να είναι ο ίδιος «ανενόχλητος»; Πόσες φορές δεν έχουμε βρεθεί μάρτυρες σε καθημερινές λογομαχίες μεταξύ γονιού και παιδιού, όπου ο γονιός «παραιτείται» από την προσπάθεια να βάλει όρια στο παιδί του; Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ηττάται η οικογένεια και κερδίζει το εγώ, ηττάται ο σεβασμός και κερδίζει η απρέπεια. Όλα αυτά είναι ενδεικτικά μόνο συμπτώματα της αλυσίδας που ξετυλίξαμε ήδη και που βέβαια έχουν συχνά ακόμα πιο τραγικά αποτελέσματα, όπως η έξαρση της βίας ανηλίκων που παρατηρούμε στις μέρες μας.
Κλείνοντας, αγαπητοί μου αδελφοί, επιτρέψτε μου να επικαλεστώ τον σπουδαίο στοχαστή του περασμένου αιώνα, Καρλ Πόπερ. «Στη ζωή», λέει ο Πόπερ, «υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: οι αισιόδοξοι και οι απαισιόδοξοι. Οι απαισιόδοξοι έχουν συνήθως δίκιο. Αν όμως η ανθρωπότητα έφτασε ως εδώ, αυτό το χρωστάει στους αισιόδοξους».
Έτσι κι εμείς, απόψε, είπαμε αλήθειες που είναι απαισιόδοξες μεν, αλλά έχουμε δίκιο ως προς αυτές. Ας είμαστε, όμως, ταυτόχρονα και αυτοί στους οποίους, κατά τον Πόπερ, χρωστάει η ανθρωπότητα. Ας δούμε την ζοφερή αυτή πραγματικότητα με αισιοδοξία. Όχι με την αφελή αισιοδοξία της απραγίας και μιας γενικόλογης ελπίδας ότι «κάποια στιγμή όλα θα αλλάξουν». Αυτή η αισιοδοξία, πέραν του ότι είναι ανεδαφική, δείχνει και αλαζονεία έναντι της θείας πρόνοιας. Η αισιοδοξία μας πρέπει να έγκειται στην ίδια την ρίζα του προβλήματος. Όπως ρίζα του προβλήματος είναι, με βάση όσα είπαμε, κυρίως οι ατομικές μας επιδιώξεις, σ’ αυτές μόνο μπορεί να έγκειται και η επίλυση του προβλήματος.
Ας αντιληφθούμε με αισιοδοξία ότι αν ο καθένας μας δουλέψει με τον εαυτό του, αν ο καθένας μας ανανοηματοδοτήσει την ψυχή του μέσα από τον ευαγγελικό λόγο, αν ο καθένας μας βρει το αριστοτελικό μέτρο και θέσει ορθώς τις προτεραιότητες της ζωής του, τότε, ναι, δεν θα αργήσει να λυθεί το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Είναι όμως, κρίσιμο να θυμόμαστε ότι η όποια οικονομική βοήθεια θα έχει πάντα επικουρικό χαρακτήρα στην προσπάθεια επίλυσης αυτού του προβλήματος. Κεντρική σημασία έχει ο ίδιος ο άνθρωπος να βοηθήσει την ψυχή και την σκέψη του. Δόξα τω Θεώ, έχει τα εργαλεία. Του μένει μόνο να τα χρησιμοποιήσει με σύνεση και αγάπη. Αμήν.