Σε μια από τις πρόσφατες διαδρομές μου στο ατελείωτο πήγαινε-έλα στην Κομοτηνή, είχα την ευχαρίστηση να διαβάσω το τελευταίο βιβλίο σου με τίτλο: «Της μνήμης το ξωτικό που χάθηκε». Θα ήθελα να σε ευχαριστήσω γιατί μέσα από το βιβλίο σου ξύπνησαν δικές μου αγαπημένες μνήμες. Η γραφή σου, άμεση και περιγραφική, από την πρώτη στιγμή στάθηκε η αφορμή της περιπλάνησής μου στον κόσμο της δικής μου ‘χαμένης παιδικότητας’. Η σκέψη μου, με όχημα τη μνήμη, περιπλανήθηκε στην εποχή της αφέλειας και της χαράς του παιχνιδιού. Συνήθως, κάποιες μυρωδιές αγαπημένες της Άνοιξης και του Φθινοπώρου γίνονται αιτία για να ξυπνήσουν από τον λήθαργό τους αγαπημένα συναισθήματα και εικόνες μιας παιδικότητας, που έχει μείνει στο χρονοντούλαπο της δικής μου ιστορίας.
«Αν είναι η μνήμη ξωτικό, δεν το γνωρίζω. Αν έχει τέλος ή αρχή, μέση, οδό, αν είναι ταξίδι για τα άπιαστα πουλιά που ολοένα ταξιδεύουνε στους καλύτερους και απάνεμους καιρούς. Αν δίνει ελπίδα στους αλύτρωτους, τροφή για τους φονιάδες, δίψα στους ερημίτες, λόγο στους πιστούς…», αναφέρεις χαρακτηριστικά σε κάποια από τις σελίδες. Το θέμα είναι ότι συνήθως επιλέγουμε να θυμόμαστε όσα έχουν πάνω τους το χρώμα της αγάπης. Επιτρέπουμε στο ξωτικό της μνήμης να μας παρασύρει στον μαγικό του κόσμο, μόνο όταν έχει το χρώμα του γαλάζιου και του άσπρου, της θάλασσας, αυτό στο οποίο μέσα μπορεί να δροσιστεί η ψυχή μας.
«Η αγάπη είναι μια φέτα από καρπούζι… Αν κόψεις από τη φέτα αυτή και δοκιμάσεις μια φορά, ποτέ δε θα μπορέσεις να ξεχάσεις τούτο το θαυμαστό όνειρο της νιότης», σχολιάζεις. Με ποιητικούς συμβολισμούς δημιουργείς όμορφες εικόνες τις οποίες ποτίζεις με έναν νοσταλγικό ρομαντισμό. Ξεκινάς την αφήγησή σου με τρόπο ευρηματικό. Η αφήγησή σου μέσα από τη σκέψη του ήρωα, που απευθύνεται σε τρίτο πρόσωπο, τον παιδικό του έρωτα, παρασέρνει τον αναγνώστη με ευκολία, γιατί του ξυπνάει την αγένεια που κρύβουμε όλοι μέσα μας, να μάθουμε για τις ζωές των άλλων.
Μπαίνοντας στο παιχνίδι σου αυτό, σε ακολούθησα, αλλά από κάποιο σημείο και έπειτα γεύτηκα τα επεισόδια της ιστορίας σε πρώτο πλάνο. Με απόλυτο ρεαλισμό και αφοπλιστική ειλικρίνεια περιγράφεις έντονες εικόνες που όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε γευτεί στη θέρμη της ‘παλιάς γειτονιάς’. Η πλοκή των γεγονότων εξελίσσεται σε επεισόδια –στιγμιότυπα χρόνου, με τη ροή κινηματογραφικού φιλμ. Σε αυτά ο παιδικός ψυχισμός συνεχώς βρίσκεται σε κρίση, μια διαδικασία που οδηγεί στην ωρίμανση. Εξερευνάς μέσω των ηρώων σου τη φιλία, το ξύπνημα της σεξουαλικότητας, τον άδολο έρωτα, την απιστία, τη βία, την υποταγή στα ‘καθώς πρέπει’, την αγάπη.
Πολλές φορές η χρήση της σκληρής γλώσσας σε συνδυασμό με το χιούμορ αποδεικνύεται κατάλληλη τεχνική για τον ειρωνικό σχολιασμό απέναντι σε γεγονότα και καταστάσεις - παιδιά τότε εμείς-που οι μεγάλοι κεντούσαν στον καμβά της ζωής μας. Διευθυντές, δάσκαλοι/ες, γείτονες, γονείς, εραστές μιας πνιγηρής καθημερινότητας, δέσμιοι στα χρέη της ζωής τους και αυτοί με τη σειρά τους είχαν το ρόλο του συμπρωταγωνιστή δίπλα σε εμάς. Εμπαίζεις τους ρόλους αυτούς μέσα από το τσαλάκωμα των ηρώων σου και ακουμπάς γεγονότα που εκείνη την εποχή έμοιαζαν να είναι ξένα σε εμάς αλλά άφησαν σημάδια τα οποία μας ταλαιπωρούν σήμερα. «Το κόμμα, η τέχνη, η θρησκεία, η πολιτική, το χρήμα, ο πολιτισμός, ο εθνικισμός, ο κομμουνισμός, ο καπιταλισμός, όλα τα φροντιστήρια που ανακάλυψαν για το καλό του ανθρώπου, τον μπάσανε μέσα τους υποχρεωτικά και από τότε ζει για να πληρώνει δίδακτρα και μόνο», σημειώνεις πολύ εύστοχα. Μέσα στην απουσία της έννοιας «του χαμένου χρόνου» εμπλέκεις τους ήρωες σου σε καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια της γελοιοποίησης.
Ομολογώ ότι το γέλιο δραπέτευσε αρκετές φορές στη διάρκεια της ανάγνωσης, αλλά η απόλαυσή της είχε να κάνει με την υποβολή της ευαισθησίας και της εσωτερικότητας του μικρού πρωταγωνιστή. Στις σελίδες του βιβλίου ο αυθορμητισμός και η φαντασία παίζουν κυνηγητό γύρω από την αλήθεια και τον φόβο για όσα –όντας παιδιά- μας υποδεικνύουν να γνωρίσουμε αλλά και για εκείνα που τα ίδια θέλουμε μόνοι μας να ανακαλύψουμε.
Τελικά, στο βιβλίο σου ξεδιπλώνεται η μαγεία της θύμησης για τον καθένα που είχε την ευκαιρία να το διαβάσει. Ρομαντική ιστορία ή υπόθεση με αλληγορικό νόημα; αναρωτήθηκα στο τέλος της. Δεν έχει σημασία! Η απλότητα, η αμεσότητα του λόγου, η αγάπη στη διαχείριση της παιδικής αφέλειας υπήρξαν αποδείξεις για το επιτυχημένο αποτέλεσμα της συγγραφής.
Είναι αλήθεια ότι έννοιες όπως παιχνίδι, δημιουργία, αυθορμητισμός, απλότητα, έχουμε φροντίσει να τις θάψουμε γιατί είναι επικίνδυνες στην ηλικία που έχουμε ντυθεί. Ενεδρεύουν όμως μέσα μας και όποτε ξυπνούν μας κάνουν ευάλωτους απέναντι στο συναίσθημα της φρίκης για τον κόσμο γύρω μας, σε όσα προσπαθεί να μας επιβάλει. Πάντοτε η μνήμη μας αναφαίρετη, αναπόσπαστη, παγιδευμένη στην παιδικότητα πίσω από βαριές κουρτίνες, αναζητάει τρόπους να ελευθερωθεί.
«Κι αν έγραψα μια κωμωδία μνήμης , δεν ήταν για να γελάσω μαζί σας παρέα. Για να κλάψω μπροστά σας ήταν…», σχολιάζεις χαρακτηριστικά. Θαρρώ πως πετυχαίνεις το σκοπό σου. Η χαρά κα η λύπη στο ίδιο νόμισμα. Η θλιμμένη νοσταλγία μιας χαρούμενης εποχής από το βλέμμα του ενήλικα πλέον, γίνεται τόπος διαφυγής στον καθένα από εμάς.
Αγαπητέ φίλε Γιάννη, σε ευχαριστώ για το διαβατήριο που μου έδωσες στο ταξίδι της μετανάστευσής μου πίσω στο χρόνο, εκεί που όλα έμοιαζαν αθώα και όμορφα. Εκεί, που ξαναγυρίζοντας άκουσα το λησμονημένο, όμορφο τραγούδι της δικής μου μνήμης! Με το θάρρος της αναγνώστριας που την άγγιξε «της μνήμης το ξωτικό» το παραπάνω σημείωμα είναι αποτέλεσμα έντονης συν-κίνησης. Φθαρμένες εικόνες, αλλά όχι ξεχασμένες, με επισκέφθηκαν και μου χάρισαν όμορφες στιγμές.
Σου εύχομαι να συνεχίσεις την πορεία της συγγραφικής σου δραστηριότητας με την ίδια δημιουργική διάθεση και ευστοχία που σε χαρακτηρίζει.
Παρασκευή, 03 Ιουλίου 2009 13:32
«Της μνήμης ξωτικό που χάθηκε»
Μια κριτική ματιά στο νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Τσιτσίμη, από τη σχολική σύμβουλο των νηπιαγωγών της Κομοτηνής και δασκάλα ζωγραφικής στα τμήματα της Τέχνης Κιλκίς, Κική Βέλκου
Αγαπητέ Γιάννη,
Μεγαλώνοντας συνειδητοποιούμε ότι ο χρόνος περνάει από πάνω μας, μας
ποδοπατάει και επιστρέφει αμείλικτος μέσα από γεγονότα και καταστάσεις
που παγιδεύουν τον αυθορμητισμό και την φαντασία μας. Ευτυχώς το πνεύμα
που φωλιάζει στον καθένα από εμάς, αναζητάει τρόπους να πετάξει. Η χαρά
της ανάγνωσης του δίνει τα φτερά για να περιπλανηθεί στη χώρα του
‘κάποτε’, να συναντήσει τη χώρα του ‘ποτέ’ και να ελπίσει ότι κάποια
στιγμή θα επισκεφτεί τη χώρα του δικού του ‘πότε’.