Ο Κεχαϊδης και η Χαβιαρά στο έργο τους αυτό αναφέρονται σε τέσσερες καθημερινές γυναίκες, που έχουν λύσει το οικονομικό του πρόβλημα, ζουν στην Κηφισιά, χωρίς άλλα ενδιαφέροντα πλην εκείνων, που αφορούν το άλλο φύλο και το φαγητό. Σε τέσσερες γυναίκες με, τελείως, διαφορετικό χαρακτήρα η καθεμιά, που πάντα βρίσκονται στην αρχή ενός καινούργιου τρόπου ζωής, αλλά ποτέ δεν ξεκινιύν και φυσικά ποτέ δεν φθάνουν στον προορισμό τους. Σε τέσσερες γυναίκες, φίλες, που δεν προτίθεται καμιά να κάνει εκείνη την κίνηση, που θα διευκόλυνε τις επιδιώξεις των άλλων και κάθε μια απαιτεί από τις άλλες τη συμπεριφορά, που η ίδια δεν είναι διατεθειμένη να εκφράσει.
Στη νευρωτική-υστερική Φωτεινή, στην ερωτομανή και ανυποχώρητη Μάρω, στην αφελή και ανεπιβαιβέωτη Αλέκα και στη Ηλέκτρα, που παίζει το παιχνίδι εκείνο, που εξυπηρετεί την ίδια και τους σκοπούς ητς.
Αυτούς τους δύσκολους χαρακτήρες και το συνεχές μπέρδεμα στην ερωτική ζωή αυτών των γυναικών με το “θέλω αλλά δεν μπορώ”, με το “μου αρέσει, αλλά φοβάμαι” με το “με απογοήτευσε αλλά εξακολουθώ να τον θέλω” κ.τλ κλήθηκαν να ενσαρκώσουν επί σκηνής τα μέλη της Θεατρικής Σκηνής της “ΤΕΧΝΗΣ”.
Το κατάφεραν απόλυτα. Ήταν τόσο φυσικές, πειστικές και άνετες στην εκφορά του λόγου και στην κίνηση, που κατάφεραν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών ως το τέλος της παράστασης.
Η ροή του έργου ήταν απρόσκοπτη, συνεχής, η παράσταση είχε ένταση, νεύρο και η επικοινωνία του κοινού και των ηθοποιών ήταν απόλυτη. Δεν υστέρησε καμία σε υποκριτική δεινότητα, ήταν όλες άψογες στο ρόλο τους. Ζωντάνεψαν τις ηρωίδες του έργου των Κεχαϊδη-Χαβιάρα, ίσως όπως οι ίδιοι, ακριβώς, τις φαντάστηκα και τις σκιαγράφησαν με τη γραφίδα τους.
Η Μαρία Σαμαρά έκανε ιδιαίτερη αίσθηση με τις εκφράσεις του βλέμματός της και τις συσπάσεις του προσώπου της, τις κινήσεις και τη χροιά της φωνής της.
Η Ιωάννα Ρούσου στο δύσκολο ρόλο της νευρωτικής-υστερικής Φωτεινής ήταν άψογη. Αεικίνητη γέμιζε με την πληθωρική παρουσία της τη σκηνή.
Η Αγγελική Αντωνιάδου, που τη βλέπουμε πρώτη φορά επί σκηνής, σαν μέλος της Θεατρικής Σκηνής της “ΤΕΧΝΗΣ”, όχι μόνο δεν υστέρησε αλλά ζωντάνεψε τη Μάρω με απόλυτη επιτυχία. Οι κινήσεις, ο λόγος της απέπνεαν σιγουριά και ήρεμη αυτοπεποίθηση.
Η Ευαγγελία Πλόχουρα ήταν η αποκάλυψης της παράστασης. Πολύ άνετα, απέδωσε πειστικώτατα τον τρόπο συμπεριφοράς και έκφρασης των νέων της εποχής μας και κέρδισε το θαυμασμό και την αποδοχή των θεατών.
Τα σκηνικά του Απόστολου Αποστολίδη με την κακόγουστη, επίτηδες, και ακαλαίσθητη διακόσμηση ήταν απόλυτα εναρμονισμένα στο πνεύμα του έργου και πρόσφεραν στην ατμόσφαιρά του. Ήταν η απαραίτητη πινελιά για να μεταφερθεί ο θεατής στον παραλογισμό του τρόπου ζωής των τεσσάρων γυναικών, που ήταν αποτέλεσμα της ανίας και του κενού που ένιωθαν μέσα τους από την απουσία ενδιαφερόντων στη ζωή τους. Το κυνήγι του αρσενικού και το φαγητό ήταν το μόνο μέλημά τους.
Βέβαια πίσω απ’ όλα αυτά, διακρίνονταν το “μαγικό χέρι” του Σκηνοθέτη Παύλου Δανελάτου, που ενορχήστρωσε όλους τους συντελεστές με απόλυτα πετυχημένο τρόπο, ώστε να φέρει ένα τέλειο αποτέλεσμα πλαισιωμένο με την καθοριστικής σημασίας μουσική επένδυση.
Τρίτη, 02 Ιουνίου 2009 15:33