Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου 2024, 6:05:28 μμ
Δευτέρα, 06 Απριλίου 2009 06:09

Σφήνα στο λαιμό

Μπορεί λέω, μπορεί, η ανάγκη για ποίηση νάναι μια σφήνα στο λαιμό νάναι μια ανάσα που δεν βγαίνει εύκολα κι όχι μόνο δε βγαίνει αλλά την αισθάνεσαι το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ, πας κι έρχεσαι στη δουλειά, μιλάς και κινείσαι, κοιμάσαι κι είναι εκεί. Υπάρχει το τελευταίο διάστημα μια επιπλέον σιωπή στο Σώμα των ποιητών μ όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.


Αυτό γιατί οι ποιητές είναι ενσωματωμένοι στο κόσμο, όσο απρόσιτοι κι αν θέλουν να είναι, όσο απόμακροι, όσο κοινωνικοί, όσο αθόρυβοι ή θορυβώδεις.
ΑΝ Θες να γράψεις λοιπόν αποσταγματικά, αν τυραννιέσαι στη καθημερινότητά σου να βρίσκεις μια ‘έξοδο’ μια ‘δίοδο’ ένα άλλο ‘φως’ τότε η αγωνία σου αυτή μεγαλώνει μέσα στο σύνθετο των σχέσεων του στενού και του ευρύτερου χώρου σου.
Πιστεύω πως σ’ αυτή τη κατηγορία ανήκει κι ο καλός μου φίλος, ποιητής Γιώργος Καλιεντζίδης, που χρόνια τώρα τυραννιέται με το δικό του τρόπο στον κόσμο της Ποίησης.
Το ‘άλλο’ πρόσωπο που υπάρχει στα ποιήματά του- - που ο κάθε αναγνώστης μπορεί να του προσδώσει όποια οπτασία κι όποια ιστορία θέλει-,είναι η αφορμή που οδηγεί τον ποιητή να μιλήσει για τη δική τουΙστορία στο κόσμο.
Ο Γιώργος μιλάει  για ήρωες που δεν τους συναντάς κάθε μέρα στο δρόμο, δεν είναι αναγνωρίσιμοι κι επώνυμοι, δεν τους χειρίσθηκε ποτέ η επικοινωνία με την έννοια που της δίνουμε εμείς, σ’ αυτό το σκηνικό που παίζεται σήμερα.
Θ’ αναπτύξω [χωρίς να σας κουράσω πιστεύω-και σύντομα] μερικές σκέψεις για το ποιητικό βιβλίο του Γιώργου ‘η ένδοξη αναχώρηση του Αι-Φωτιά’.
Το ποιητικό αυτό κείμενο χωρίζεται σ ένα σύντομο πεζό [γραμμένο ποιητικά] και σε 19 σονάτες, σχεδόν επιγραμματικά ποιήματα.
Ποιος είναι ο ήρωας του, ο Αι-Φωτιάς και τι λένε οι σονάτες,
Η ομορφιά της Ποίησης του Γιώργου, είναι αυτός ο υπαινικτικός τρόπος της γραφής του.
Ο Αι-Φωτιάς είναι ένας αγωνιστής της ζωής, μαχητής της ανώνυμης Ιστορίας, μέτοχος μιας σκληρής ζωής, μιας ζωής κυνηγημένης, μέσα στο χώρο της οποίας, προσπαθεί να κινήσει τον εαυτό του χωρίς ήττες γιατί… ’γιατί το κορμί, το κάθε κορμί, έχει άλλα μέτρα για να νικά το χρόνο και να δίνει νόημα στις ανατολές που έφυγαν και κείνες που θα έρθουν.
Ο ‘χρόνος’ του Αι-Φωτιά, είναι σίγουρα ο μετα-εμφυλιακός χρόνος κι αυτός ο Χρόνος είναι  από τους πλέον δύσκολους κι επώδυνους, για όσους τον ζήσαν, αλλά το ίδιο επώδυνος για όσους τον έψαξαν μετά, μέσα απ το σώμα της Ιστορίας.
Σκεφτείτε για παράδειγμα αυτή την πόλη που ζούμε σήμερα και μέσα της τώρα σας μιλώ εγώ, μέσα σε 80 χρόνια απ την απελευθέρωση της, γνώρισε  μέσα στο σώμα της, δύο παγκόσμιους  πολέμους, μια πλήρη καταστροφική πυρκαγιά έναν εμφύλιο, μια πλήρη εξαφάνιση της πιο δημιουργικής εβραϊκής κοινότητας των Βαλκανίων.
Αυτό το λέω για να δηλώσω τη σημασία της πορείας του Χρόνου στη ζωή και στη μνήμη του ανθρώπου.
Γράφει ο  Γιώργος:
Ο Αι-Φωτιάς είναι ο ξενιτεμένος, ο ξεριζωμένος, που ωστόσο το πείσμα του να δει ψηλότερα, η ανάγκη του ν’ αλλάξει τη μοίρα  του, το πάθος του να γνωρίσει και να ‘ορίσει’ ένα άλλον κόσμο, του δίνουν μια σχεδόν Δονκιχωτική πορεία κι αποστολή.
Βλέπει συνανθρώπους του να μάχονται μεταξύ τους, βλέπει εχθρούς που μιλούν την ίδια μ’ αυτόν γλώσσα, έχουν τα ίδια με κείνον πάθη.
Γράφει ο Γιώργος:
‘κανένας δεν γνώριζε ποιοι ήτανε καλοί και ποιοι κακοί, μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι έλεγαν  τις λέξεις με τ όνομά τους.
Ολόκληρες γενιές έμεινε αστέγνωτο το αίμα και η θολή ματιά,
Δεν είχε θάρρος να ξεκρίνει το δίκιο από το άδικο.
Ετσι στις γειτονιές τα μάτια των παιδιών μια απορία τα σημάδευε,
Γιατί παραμόνευε το λάθος, η προδοσία κι η ορφάνια στα παιχνίδια τους.’
Ο Αι-Φωτιάς ζει λοιπόν στις εποχές που το γύρω του κοινωνικό Σώμα, σφαδάζει ανάμεσα σε νικητές και νικημένους, νικητές που δεν συγχωρούν τον ηττημένο και νικημένους που δεν ξεχνούν τη σκληρότητα των νικητών.
Στη ζωή του Αι-Φωτιά εγκαθίσταται η διαρκής εικόνα της μάχης με τους ‘άλλους’, με τους γύρω, με τους ντόπιους, τους ξένους κι απ’ αυτή τη μάχη σαν καλός καπετάνιος πρέπει να προστατεύσει τους  ανθρώπους που αγαπά.
Γράφει ο Γιώργος: ‘Σπουδάστε να γλυτώσετε έλεγε κάθε τόσο ο πατέρας, δύο λαμαρίνες, δύο οκάδες στάρι, λίγη ζάχαρη και λιγοστό αλάτι, ένα κρεβάτι, δύο πήχεις ύφασμα όλο το βιός μας, συμπλήρωνε η μάνα.’
Γιατί το έχουμε ζήσει κι αυτό[και το ζούμε με λίγο διαφορετικό τρόπο σήμερα]ζούμε την ανάγκη να δώσουμε στα παιδιά εκείνα  που μας έλειψαν ή να τα αναγκάσουμε σε μια άλλη ζωή, ενδεχομένως καλύτερη απ τη δική μας [που προσωπικά δεν συμφώνησα ποτέ και καλά έκανα σε σχέση με το φόβο της κρίσης που αντιμετωπίζουμε σήμερα].
Κοντολογίς στο πεζό, μα βαθύτατα ποιητικό του κείμενο, ο Γιώργος ιστορεί το ασίγαστο πάθος ενός αυτόφωτου ατόμου [ας πούμε του μπάρμπα-Βάνια του πατέρα του] να ξεπεράσει τις συμπληγάδες μιας κοινωνίας και μιας ιστορίας που κανιβαλίζει τα παιδιά της.
Να περάσω τώρα λίγο στο δεύτερο μέρος της γραφής, στα σονέτα.
Τα σονέτα είναι αφιερωμένα στο άλλο φύλο, στη γυναίκα που δεν ανταμώνεις ποτέ. Στη γυναίκα-όνειρο, στη γυναίκα-δύναμη, στη γυναίκα της προσμονής του ‘ωραίου’
Κι εδώ σ αυτά τα σονέτα ο Γιώργος βάζει όλη τη μαστοριά του Λόγου που πηγάζει από το δημοτικό μας, τραγούδι, από την παράδοση της ομορφιάς, αυτής της ομορφιάς που θα μπορούσε να κυνηγάει και ο Αι-Φωτιάς αλλά και ο σύγχρονος δημιουργός.
Είναι εύκολο να σ αγαπώ σαν ξεμακραίνεις.
Όταν σιμώνεις έρχονται πουλιά,
Ανθίζουν τα αγριόχορτα
Και ξεχειλίζουν τα στεγνά ποτάμια
Σε πείσμα των προβλέψεων.

Ν’ ακούω τη φωνούλα σου
Σιμά ‘πο το αυτί μου
Να μου ιστορεί το όνειρο
Που μ άδραξε το βράδυ.

Κι ακόμα έχει σημασία  στη ερωτική αυτή γραφή, να δηλώνει ο δημιουργός της, την ανάγκη για τη δική του υπέρβαση μέσα απ το ασίγαστο πάθος του ήρωά του, που λέει.

Αγγιξέ με μια στιγμή, για να σιάξει το μέσα μου
Να προχωρήσω πιο πέρα.
Το εγώ στο εσύ ν αντιστρέψω
Και τότε να μετρήσω το μπόι μου.
[αυτό για να καταλάβετε τι σημαίνει ο άντρας νάναι κοντός ε..]
Ακούστε πόσο όμορφα ακούγονται σαν ήχος οι λέξεις σε μια σονάτα του Γιώργου
‘ποιος το πιστεύει τα όνειρο/όσο το πεθυμάει,
Κι εγώ που σε πεθύμησα/στα όνειρα πλανιέμαι.
Κεντώ το χρόνο ανάποδα/και τη μορφή σου ψάχνω.