Κάθε χειροτονία εν τοις πράγμασι προϋποθέτει την εκκλησιαστική συγκατάθεση, εκείνο το μυριόστομο “Άξιος!” που έχει ακουστεί τόσες φορές σε όλη την κλίμακα των χειροτονιών είτε και των χειροθεσιών. Κατά κανόνα σήμερα συνιστά μια συλλογική ευχετική επικουρία του εκκλησιαστικού σώματος στις καίρια υπεύθυνες επιλογές του χειροτονούντος και πρωτευθύνου Επισκόπου, με την ωσαύτως κρίσιμη επιμαρτυρία του πνευματικού-εξομολόγου.
Σε βάθος χρόνου, αποτελεί μια διαρκή συνάθληση του χειροτονηθέντος και του εκκλησιαστικού πληρώματος, στη διακονία βεβαίωσης αφενός και την συνομολόγηση επιβεβαίωσης αφετέρου της “αξιοπιστίας” του χειροτονηθέντος: ως προς τον συγκεκριμένο εκκλησιαστικό του ρόλο που του ανατίθεται, που αναλαμβάνει, που διαχειρίζεται ενώπιον Θεού και ανθρώπων, και για τον οποίο “λογοδοτεί” συνεχώς κατενώπιον του εκκλησιαστικού σώματος και της κεφαλής, που είναι ο Κύριός μας.
Με αυτήν την μακρά προσεκτική προετοιμασία, σε άλλους “προοιμιακούς” ρόλους ενεργού εκκλησιαστικής συνεισφοράς, διαπιστώσαμε και εμείς κυρίως και οι συνεργάτες μας πως γινόταν ολοένα και “ετοιμότερος” ο άρτι χειροτονηθείς παρ᾽ ημών εις Διάκονον Ανδρέας Τσιούγκος, έγγαμος με την ιατρό Νίκη Σαριανίδου, ειδικευόμενη ρευματολογίας, γιός πολυτέκνων, του θεολόγου καθηγητή ΜΕ Παναγιώτη Τσιούγκου και της Πετρούλας, συνταξιούχος νοσηλεύτριας του 424 ΓΣΝΕ Θεσσαλονίκης.
Αριστούχος Διπλωματούχος Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Ηλεκτρονικών Υπολογιστών από την Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ. Εργάζεται ως σχεδιαστής αναλογικών κυκλωμάτων σε διεθνή εταιρεία. Είναι επίσης κάτοχος πτυχίου και διπλώματος της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής με βαθμό “Άριστα” από το Ωδειο της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας.
Μετά από μακρά και πολυετή άμεση δοκιμασία του εκκλησιαστικού ήθους, της πίστεως, της προσήνειας και της ενεργού εθελοπροσφοράς όλης της οικογένειας και ειδικά του νέου Διακόνου ως ιεροψάλτου, θέσαμε στον ίδιο και την σύζυγό του προ του ενδεχομένου της χειροτονίας και της εναργέστερης προσφοράς στην εκκλησιαστική μαρτυρία. Αφήσαμε να ωριμάσει η πρόσκληση, να γίνει αποδοχή της κλήσης και συν Θεώ να αναδυθεί ώριμα και συνευπεύθυνα ως υπακοή στο θείο θέλημα.
Η χειροτονία πραγματοποιήθηκε την Β΄ Κυριακή των Νηστειών στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πολυκάστρου. Συλλειτουργοί μας ο πνευματικός του χειροτονουμένου και της γονεικής του οικογένειας αρχιμ. Αγαθάγγελος Σφονδυλιάς, Πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεώς μας, ο εφημ. ιεροκήρυκας αρχιμ. Θεόκλητος, οι εφημέριοι πρωτ. Εμμανουήλ και ιερομόν. Ραφαήλ, οι διάκονοι Μιχαήλ και Σεραφείμ.
Στην προχειροτονητήρια ομιλία του ο χειροθετηθείς υποδιάκονος Ανδρέας εξομολογήθηκε την προσέγγιση του μοναδικού γι᾽ αυτόν γεγονότος.
Εις επήκοον και προς έμμεση διδαχή πάντων, απευθυνόμενοι στον προσαγόμενο υποδιάκονο Ανδρέα, – αφού δι’ ολίγων αναφερθήκαμε στον θεολογικότερο Ασκητή και τον ασκητικότερο Θεολόγο του 14ου αιώνα, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τον θαυματουργό, που έζησε την ασκητική πράξη και γνώρισε όλη την θεουργική παράδοση της Εκκλησίας, επιποθώντας την καθαρή προσευχητική ένωση με τον Χριστό και θεολογώντας για την αμέθεκτη άκτιστη ουσία του Τριαδικού Θεού, που γίνεται μεθεκτή από τα κτίσματα (αγγέλους και ανθρώπους) με την άκτιστη Χάρη/ενέργεια της ουσίας του Θεού –, του υποδείξαμε ποιμαντορικά την δεοντολογία ανταποκρίσεως στην εκκλησιαστική αυτή πρόσκλησή του από τον Θεό:
«ΔΟΞΟΛΟΓΩ την περί ημάς τους ανθρώπους απερινόητη «χρηστότητα και φιλανθρωπίαν του σωτήρος ημών Θεού, ουκ εξ έργων των εν δικαιοσύνη ων εποιήσαμεν ημείς, αλλά κατά τον αυτού έλεον σώσαντα ημάς διά λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου ου εξέχεεν εφ᾽ ημάς πλουσίως διά Ιησού Χριστού του σωτήρος ημών, ίνα δικαιωθέντες τη εκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ᾽ ελπίδα ζωής αιωνίου» (πρβλ. Τιτ. 3:4-7).
Σωτήρας ο Θεός Πατήρ, σωτήρας μας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, συνεργός αυτής της σωτηρίας το Πνεύμα το Άγιο. Ιδού το μυστήριο της εκκλησιαστικής συμμετοχής. Μέσα από την οδό του Θεανθρώπου. Είναι η ελπιζόμενη και επιποθούμενη, πιστευόμενη και κατεργαζόμενη, προσδοκώμενη και διαρκώς βιούμενη αληθής κοινωνία της φιλανθρωπίας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
“Όχι, γιατί το άξιζαν τα έργα μας”. Αλλά γιατί προαιώνια η Αγία Τριάς, ο Θεός, μας ήθελε κοινωνούς της δικής Του χρηστότητος και φιλανθρωπίας. Από φιλανθρωπία ο Θεός μας έπλασε και μας ξαναέβαλε στην στράτα της σωτηρίας. Μας “συνεκκλησίασε” προς την θεία Του χάρη και την σωτηρία.
Θα αποδεχθούμε αυτό το δώρο; Αυτό το μυστήριο; Αυτόν τον “εκκλησιασμό”; Όχι με μια πίστη προτεσταντική (προορισμένη), αλλά με μια ορθόδοξη εθελούσια εκκλησιασμένη ζωή λατρείας, μετάνοιας, ένωσης με τον Σωτήρα Χριστό και αγιασμού.
Όλα όσα πράττουμε (προς αυτήν την κατεύθυνση) είναι η δική μας φιλότιμη συνεργασία στην εθελούσια αποδοχή αυτής της θείας χρηστότητος και φιλανθρωπίας.
ΑΝ ΠΙΣΤΕΨΟΥΜΕ στην φαντασίωση της δικαιωματικής αξίας μας, τότε αφήνουμε τον Θεό και βάζουμε μπροστά τον ειδωλικό μας κόσμο και τον ειδωλικό εαυτό μας. Πολλές φορές, ακόμη και η ομολογία της αδυναμίας και αναξιότητός μας κρύβει μέσα της – φευγαλέα – μια αντίστροφη αίσθηση μεγαλείου ή μια αίσθηση επιδιωκόμενου μεγαλείου “εξ έργων δικαιώσεως”.
Ένας σύγχρονος χαριτωμένος Άγιος, εμφορούμενος από το Πνεύμα το Άγιο, μετά από μια ολόκληρη ζωή καρτερικής υπομονής θλίψεων, διωγμών, πόνων, ομολογίας, ασκήσεως, λατρευτικής τελειώσεως, μεγάλης ελεημοσύνης και ποιμαντικής, ο ομολογητής όσιος Γεώργιος εκ Δράμας, πριν παραδώσει την ψυχή του, αυτό μόνο τόλμησε να ειπεί: «Της ευσπλαγχνίας την πύλην άνοιξον ημίν Θεοτόκε Παρθένε»!
ΕΜΑΣ ΖΗΤΑΕΙ ο Τριαδικός Θεός κατά το εθελούσιο της προθέσεώς μας. Μας γνωρίζει και μας αγαπά και μας ζωοποιεί και μας καθαίρει και μας προσφέρεται εν Χάριτι (αφού μας έπλασε “κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν Θεού”). Γι᾽ αυτό και μας έστειλε “τον ποιμένα των προβάτων τον μέγαν εν αίματι διαθήκης αιωνίου, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν” (Εβρ. 13:20).
Δεν ζητά τις αξιομισθίες μας, δεν ζητά τις αξιοσύνες μας, δεν ζητά τις αυταρέσκειές μας, δεν ζητά τις ιδιοκτησίες μας επί των ανθρωπίνων συνειδήσεων. Ζητά, αν Του μοιάζουμε στην χρηστότητα και στην φιλανθρωπία! Η χριστοποιημένη χρηστότητα και φιλανθρωπία είναι “το κλειδί του Παραδείσου” (όπως θα το έλεγε ο άγιος Παίσιος).
Όλη η ζωή μας η εκκλησιαστική είναι μια άσκηση να ομοιάσουμε όχι στον εαυτό μας, όχι στα εγκόσμια ινδάλματά μας, όχι στα κοσμικά πολιτισμικά μας πρότυπα. Αλλά η εκκλησιαστική ζωή είναι μια άσκηση διαρκής να αποδεχθούμε την χρηστότητα και φιλανθρωπία του σωτήρος ημών Τριαδικού Θεού, καθαιρόμενοι, για να λάμπει εν ημίν το “κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν Θεού”.
Ζώντας μέσα στην επικαιρότητα του δικού μας παρόντος, ζώντας τις επικαιρότητες του πολιτισμού, να μην εγκλωβιζόμαστε σε μιάν κοσμική απολυτότητα. Αλλά να επικαιροποιούμε προς τον απεγνωκότα κόσμο (και για τον απεγνωσμένο κόσμο) ότι η φιλανθρωπία του Θεού είναι διαρκώς ανοιχτή, διαρκώς επίκαιρη· κι αυτή η φιλανθρωπία είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός “χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας” (Εβρ. 13:8).
Άσκησή μας διαρκής, να ξεφεύγουμε από την ιδιογνωμοσύνη, την ιδιοτέλεια, την ιδιολατρεία, την ιδιοδοξία. Και να φανερώνουμε την χρηστότητα και φιλανθρωπία του σωτήρος ημών Θεού, που μόνον αυτή μπορεί να συγκλονίσει τον παντοειδώς ασωτεύοντα κόσμο μας.
Μήπως αυτή δεν είναι η συμπερίληψη της ζωής των Αγίων και των Δικαίων; Ακόμη και με την ομολογιακή τους αυστηρότητα, γύρευαν να διασώσουν και να παρουσιάσουν ακέραια τα δεδομένα της χρηστότητος και φιλανθρωπίας του σωτήρος ημών Θεού “εν προσώπω Ιησού Χριστού”.
ΧΕΙΡΟΤΟΝΕΙΣΑΙ σήμερα, αγαπητέ μου υποδιάκονε Ανδρέα, για να γίνεις υπηρέτης της άφθαρτης δικαιώσεως που προσφέρει η θεία Χάρη και να το φανερώνεις αυτό προφητικά (κριτικά και διακριτικά) σε έναν κόσμο που μαθαίνει σήμερα μόνο το πως να αυτοθεώνεται (όσοι το σχεδιάζουν και το προλαβαίνουν, σε βάρος όλων των άλλων)…
σε έναν κόσμο που αλαζονεύεται πως η τεχνητο-σοφία και η τεχνητο-νοημοσύνη μπορεί να παράξει (όχι μόνο τεχνητο-νοήμονα μέσα ή τεχνητο-νοητικές προόδους, αλλά ακόμη και) τεχνητο-παραδείσους και τεχνητο-ανθρώπους…
σε έναν κόσμο που φαντασιώνεται να ξαναφτιάξει τον αυτο-κόσμο του τελειότερο από ο,τι μας τον έφτιαξε και μας τον ανέσωσε η φιλανθρωπία του σωτήρος ημών Θεού.
Για έναν “προφητικό” ρόλο (κριτικής απόκρισης, κριτικής παραδοχής και κριτικής αφύπνισης) σε προετοίμαζε η Χάρη του Θεού, υποδιάκονε Ανδρέα.
Γι᾽ αυτό και σε συγχαίρω παιδί μου για τον πνευματικό σου αγώνα και την πνευματική σου κατάρτιση με την οποία οπλίσθηκες. Γι᾽ αυτήν την υπήκοο ανταπόκριση στο θέλημα του Θεού, που σήμερα βλέπουμε καθαρότερα τι ήθελε για σένα.
Δεν σε συγχαίρω για τις τόσες θυσίες που υποβλήθηκες, ερχόμενος τόσες και τόσες φορές από την Θεσσαλονίκη, για να ψάλεις στις συνεχείς νυκτερινές ιερουργίες που τελούμε στα Επισκοπικά παρεκκλήσια του Παντοκράτορος Κυρίου και της Αγίας Άννης.
Σ᾽ αυτό το μυστήριο της αγίας Αναφοράς (όπου περιχωρείται η Εκκλησία όλη και ο κόσμος εν Χριστώ)… σ᾽ αυτό το μυστήριο το εγκόσμιο (τελεστικά) και πανυπερκόσμιο (συντελεστικά)… εισέρχεσαι ως υποδιάκονος και μετ᾽ ολίγον ως Διάκονος, αγαπητέ Ανδρέα.
Και εισερχόμενος ως Διάκονος και Κληρικός (ως κλήρος και γένος του Χριστού), ελπίζω να αξιώνεσαι να ωριμάζεις φιλόχριστα, να προσλαμβάνεις διακονικά την πορεία του κοσμικού μας περίγυρου, να του εμπνέεις την ευλογία του Χριστού.
Ελπίζω να ελεηθείς ώστε να πείθεις ολόγυρά σου τον κόσμο της αλλοτρίωσης να “αλλοτριωθεί” επιτέλους απέναντι στις τόσες αλλοτριώσεις του. Και να διαλέξει και να αξιώνεται την θεοβούλητη “καλήν αλλοίωση” της κοινωνίας του Χριστού.
ΕΛΠΙΖΩ να προχωρείς με σοβαρότητα, σεμνότητα και δυνατή πίστη πιο πέρα. Πιο πέρα, από όσα αγωνίσθηκες να βιώσεις είτε ελεήθηκες να ζήσεις μέχρι τώρα.
Όχι όσον αφορά το μυστήριο της Εκκλησίας (διότι πιο πέρα από τη λειτουργία της θείας ευχαριστίας δεν γίνεται να φθάσει κανείς). Αλλά να φανερώνεις το γεγονός της Εκκλησίας ανά μέσον των ανθρώπων που διψούν και πεινούν για τον Χριστό, χωρίς να το καταλαβαίνουν. Ωστόσο μένουν πεινώντες και διψώντες, γιατί εμείς δεν τους μεταδίδουμε τον “συγκαταβάντα ημίν φιλανθρωπία”.
Το μυστήριο της σωτηρίας το ευαγγελίζεται, το διακονεί και το ενεργεί ο Κύριος δι᾽ ημών των ανθρώπων. Γι᾽ αυτό ενανθρώπησε. Γι᾽ αυτό έγινε “κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας” (βλ. Κολ. 1:18).
Σ᾽ αυτήν την θεόκλητη και θεοστήρικτη αποστολή καθίστασαι από σήμερα διάκονος. Διάκονος της θεοσώστου θεοκτισίας μας. Διάκονος της Εκκλησίας. Διάκονος του κόσμου, για μια φιλότιμη χειραγωγία του κόσμου στο μυστήριο της αγάπης του Θεού. Διάκονος της θείας φιλανθρωπίας. Διάκονος της θείας συγκαταβάσεως.
ΔΙΑΚΟΝΟΣ με μια ουσιαστική προϋπόθεση: θεόκλητος, υπείκων, υπακούων.
Η υπακοή της Διακονίας, όπως και η υπακοή της Ιερατείας, η υπακοή της Αρχιερωσύνης ασκείται διά μέσου της Εκκλησίας προς τον Κύριο.
Έτσι κι εσύ προσέρχεσαι κελευόμενος, προσκαλούμενος, ευλογούμενος. Εθελούσια προσερχόμενος, αλλά και εθελούσια υποκλινόμενος και αναγόμενος στον Κύριο. Διά της Εκκλησίας. Όχι μόνος σου. Αλλά διά της Εκκλησίας.
Και θα ενεργείς την κλήση σου, με τις “εκφωνήσεις” της εκκλησιαστικής διακονικής αυτοσυνειδησίας, της διακονικής λειτουργικής συμμετοχής και της απλής καθημερινής παρουσίας. Διατηρώντας μέσα σου ζώσα την φλόγα του μυστηρίου, την παρουσία του ζώντος Θεού.
Αύτό σου εύχομαι ολόψυχα. Ο Κύριος είη μετά σου πάντοτε».
***
Στην επακολουθήσασα δεξίωση στην Ενοριακή Αίθουσα, μας δόθηκε η ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τον χειροτονηθέντα διάκονο π. Ανδρέα και την σύζυγό του Νίκη, με τους λοιπούς οικογενείς και φίλους, με άλλους κληρικούς μας που προσήλθαν μεταλειτουργικά για να συνευχηθούν, με τους συνελθόντες και μετασχόντες της χαρμόσυνης αυτής εκκλησιαστικής ιερουργίας και με τα στελέχη της ενοριακής ζωής.
Ήταν μια ευκαιρία περαιτέρω ποιμαντορικού διαλόγου και κατηχητικής μυήσεως στο απερινόητο λειτουργικό μυστήριο, όπου ο “αοράτως ημίν συνών” φιλανθρώπως μυσταγωγεί στο ανερμήνευτο και όμως αληθινό γεγονός της Αγιοπνευματικής συγκαταβάσεως, που βιώνεται εκκλησιαστικά και λειτουργικά, συλλογικά (συνοδικά) και ιεροτελεστικά. Τα παιδιά των πολύτεκων ιερατικών οικογενειών επιδοτούσαν την εύλογη χαρά όλων μας.
† Ο Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου Δημήτριος