Ο Νίκος Καζαντζάκης, στο φιλοσοφικό του πόνημα «Ασκητική» γράφει:
«Η ουσία του Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγονται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα».Τα σοφά του λόγια κέντριζαν το νου μου, όταν έμπαινα στη διαδικασία να παρακολουθήσω από κοντά το οδοιπορικό της Μαρίας Ιωσηφίδου και να νιώσω την χαρά της για τους βηματισμούς που έκανε πάνω στους δρόμους του βιβλίου, που πήρε εντέλει τον τίτλο «Λάμνοντας την Ιστορία με το άροτρο της πατρικής μνήμης»…
Και είναι Αγώνας η ουσία του Θεού, όπως λέει ο Κρητικός τιτάνας της λογοτεχνίας, ελληνικής και παγκόσμιας, γιατί ο άνθρωπος μόνο αγωνιζόμενος αποδεικνύει την ύπαρξή του! Και φυσικά, τούτος ο αγώνας γεννάει πόνο, χαρά και ελπίδα…
Πόνο, γιατί η συγγραφή ενός βιβλίου μοιάζει με τον τοκετό. Για να ξεγεννήσουν ο νους και η ψυχή σκέψεις και εμπειρίες και να γραφούν αυτές πάνω σε μια κόλλα χαρτί ή στην οθόνη ενός υπολογιστή προϋποθέτουν δυσκολίες και μόχθο.
Από την άλλη, οι χαρές που απολαμβάνει κανείς γράφοντας φαίνεται να αναδύονται μέσα από το βαθύ πηγάδι της αλήθειας. Βλέπεις αρχικά μια μικρή παράγραφο, την ακολουθείς, ψάχνεις, διαπιστώνεις, καταγράφεις. Κι όταν στο τέλος κρατείς στα χέρια σου το αποτέλεσμα των κόπων σου, αντιλαμβάνεσαι πως το οδοιπορικό κατέληξε σε ένα τέρμα, καλό ή κακό, αυτό θα το κρίνουν οι αναγνώστες σου…
Το τρίτο σκέλος της άποψης του Καζαντζάκη αναφέρεται στην ελπίδα. Κι είναι ο αγώνας πάντοτε τέτοιος, που η έντασή του σε ζωογονεί και σε ταξιδεύει στον κόσμο της αισιοδοξίας….
Η Μαρία Ιωσηφίδου λοιπόν ξύπνησε κάποιο πρωί, κοίταξε αποφασισμένη στον καθρέφτη της ψυχής της και είπε:
- Το ταξίδι αρχίζει τώρα!
Και βέβαια εννοούσε την οδοιπορία της στα τραχιά μονοπάτια της γραφής. Έρχεται, ωστόσο, εδώ η ζωή και στήνει τους φράχτες της ανάμεσα στον άνθρωπο και τη δημιουργία. Και στην περίπτωσή της, δεν έκαμε εξαίρεση. Ήταν σα να υπαγόρευε στη Μαρία την πρόταση:
- Η ασθένειά σου είναι ένα εμπόδιο…
Ποντία όμως κι αυτή, πράγμα που σημαίνει πως η αψύτητα σηκώνεται συχνά ολόρθη και απειλεί, καρφώνει το βλέμμα στην πατρίδα που αγαπήσαμε – εμείς από τις αφηγήσεις των προγόνων, εκείνοι από τα βιώματα του Πόντου. Μονολογεί. Μπορεί και να οραματίζεται, να αφουγκράζεται τις φωνές εκείνων που πέρασαν στους λειμώνες της λήθης… Πεισμώνει… Αφοπλίζει την αρρώστια, την παραμερίζει και βυθίζεται στα νέφη του παρελθόντος… Και η ασθένεια την άκουσε, μπήκε στο καβούκι της και φρονίμεψε…
Έρχεται ξανά από τους τόπους της αθανασίας ο Καζαντζάκης και με το αριστούργημά του «Αναφορά στον Γκρέκο» βρυχάται σαν λιοντάρι:
«Κοίταξε αν μπορείς τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει»
Με ματιά Γοργώς, κατακεραύνωσε τον φόβο η Μαρία και προχώρησε… Σα να συμφωνούσε απόλυτα και με τον Ιταλό συγγραφέα Τζιάνι Ροντάρι που έγραψε κάποτε:
«Δεν υπάρχει ζωή, όπου δεν υπάρχει αγώνας»
Και τούτη είναι η αξία της ζωής μας, ο διαρκής αγώνας. Η πάλη να αποδείξουμε στον εαυτό μας και στους άλλους πως είμαστε παρόντες, πως προχωρούμε…
Πώς χαίρεται ένας έφηβος, όταν πετυχαίνει στόχους που ο ίδιος όρισε, έτσι και η Μαρία Ιωσηφίδου χαιρόταν τις σελίδες μια-μια, το φωτογραφικό υλικό, τη ροή της γραφής της. Και βέβαια είχε άγχος, μα εκείνο το δημιουργικό άγχος, που αγαπούμε και μισούμε μαζί. Είναι σαν την παροιμία «Βαράτε με κι ας κλαίω!»
Λένε συχνά οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες, οι πάσης φύσεως δημιουργοί, σε συνεντεύξεις τους, πως είχαν συμπαραστάτες τους συζύγους, τα παιδιά, τους φίλους τους! Τις πιο πολλές φορές είναι τυπολατρικές ματσαράγκες! Εδώ όμως υπάρχει τεράστια διαφορά. Ο Γιάννης Αμανατίδης, ο σύντροφος της Μαρίας, όπως χρόνια κάνει, στάθηκε βράχος πλάι της, την ενθάρρυνε, την κράτησε από το χέρι, οδοιπόρησε μαζί της σε τούτο το όμορφο, αλλά δύσκολο ταξίδι. Και, πιστέψτε με, είναι πολύ σημαντικό, σε μια τέτοια διαδρομή, να έχει κανείς δίπλα του ανθρώπους που τον στηρίζουν. Το ίδιο ασφαλώς, με άλλο πνεύμα, έκαναν και τα παιδιά της, η Μαριάννα και ο Ηλίας.
Επειδή όμως η ημέρα είναι της Μαρίας, θα πιάσουμε το νήμα από το σημείο που το αφήσαμε… Η ανάγκη να γράψει κανείς ξεκινά συνήθως από μια εσωτερική παρόρμηση ή από μνήμες που εντυπώθηκαν στην ψυχή, άλλοτε από βιώματα, άλλοτε από εξιστορήσεις. Πάντοτε όμως, πίσω από τα γεγονότα που θέλεις να αφηγηθείς κρύβονται τα πρόσωπα. Και αυτά τα πρόσωπα επιθυμείς να σύρεις από το παρελθόν, κοντινό ή μακρινό. Φιγούρα που, αρχικά, αχνοφαίνεται στις πρώτες σελίδες, γίνεται καθαρή αργότερα και απολύτως σαφής στο τέλος. Και αυτή η φιγούρα μορφοποιείται εντέλει στο πορτρέτο του πατέρα, του Θεολόγη Ιωσηφίδη.
Ο πατέρας λοιπόν γίνεται ο πρωταγωνιστής του λιτού αυτού αφηγήματος, που το περιεχόμενό του κινείται ανάμεσα σε δύο πατρίδες, εκείνην του Πόντου και την Ελλάδα. Κι είναι κι οι δύο αγαπημένες. Ωστόσο, τα γεγονότα που καταγράφονται κοσμούνται με συναισθήματα, υπάρχουν ψήγματα Ιστορίας, μα το βιβλίο είναι κατά βάση βιογραφικό, με πινελιές λαογραφίας.
Οι γενοκτονίες ανά τον κόσμο άφησαν πληγές σε πολλούς ανθρώπους. Οι ιστορίες που ξεφύτρωσαν από τις τραγωδίες αυτές είναι πάμπολλες. Η γενιά λογοτεχνών της δεκαετίας του ’30 στην Ελλάδα μας κληροδότησε αριστουργήματα με θέματα από τη μικρασιατική καταστροφή και τις γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ποντίων. Θεωρείται φυσικό επομένως να έχουν γραφεί σελίδες ημερολογιακές, βιογραφικές, μυθιστορήματα ή ποιήματα.
Η επαρχία είχε κι αυτή τη δική της δεοντολογία γραφής. Απόγονοι των Ελλήνων, που αιώνες ολόκληρους δημιούργησαν πολιτισμό στις πατρίδες της μνήμης μας, αφουγκράσθηκαν τους παππούδες και τους πατεράδες τους και κατέγραψαν τα παραμύθια της πραγματικότητας. Άλλωστε, οι ατομικές ιστορίες αποτελούν τις ψηφίδες ενός τεράστιου μωσαϊκού που είναι η Ιστορία ενός λαού ή ενός έθνους.
Η Μαρία, έχοντας ως πρότυπο τον πατέρα της, τον Θεολόγη Ιωσηφίδη, συγκράτησε τους «μεσελέδες» της πατρίδας, κουβέντες δηλαδή που λέγονταν στα παραγώνια και τους μετέφερε στο χαρτί. Συνόδεψε τα κείμενά της με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από μια εποχή που τώρα πια τη σκέπασε η αχλή του παρελθόντος. Δεν την έσβησε, τη γαλήνεψε όμως, για να μπορούμε να συνεχίσουμε την πορεία μας στο χώρο και τον χρόνο…
Η αξιολόγηση ενός βιβλίου δεν γίνεται ποτέ, μήτε από τον συγγραφέα, μήτε από τους παρουσιαστές του. Εδώ το λόγο τον έχει ο αναγνώστης. Η δική του κριτική θα αποφανθεί για την ποιότητα του έργου. Και είναι σαφές πως το αναγνωστικό κοινό είναι το αγαπημένο παιδί του χρόνου. Τη γνώμη σας λοιπόν για το βιβλίο θα την εκφράσετε, αφού το διαβάσετε, είτε στην ίδια τη Μαρία, είτε στις κουβέντες μεταξύ σας, κάποιοι και στο facebook. Από τη μεριά μου, θα τονίσω με έμφαση πως το δημιούργημα αυτό είναι αποτέλεσμα μόχθου, αγωνίας, συγκρότησης, θυσιών… Εκείνο όμως που πέραν όλων στέκεται σαν ήλιος πάνω από τη Μαρία Ιωσηφίδου-Αμανατίδου, είναι η ψυχική της δύναμη, ο ηρωισμός της απέναντι στη ζωή, η νίκη της ενάντια στις αντιξοότητες…
Κι ακόμη κάτι, πολύ σημαντικό: Αν οι νέοι καταφέρουν να αποκτήσουν τέτοια πρότυπα ζωής, θα είναι καλά οχυρωμένοι, ώστε να προστατεύονται από την επέλαση των δεινών…
Μαρία Ιωσηφίδου, φίλη μου, να είσαι καλά και να νιώθεις περήφανη που μας δίδαξες σήμερα πως Η ΖΩΗ ΠΑΝΤΑ ΝΙΚΑ!
Ανέστης Ακριτίδης
Φιλόλογος