Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου 2024, 6:02:02 πμ
Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 2024 18:42

Κιλκίς: Ο Πανηγυρικός της Ημέρας για την 28η Οκτωβρίου 1940 από τον εκπαιδευτικό Κώστα Ταλαμπίρη

Ψηλά πάνω στο λιμάνι της Τήνου, ένα χιλιόχρονο οχυρό μοναστήρι σφιχταγκαλιάζει την πλαγιά του Κεχροβουνίου. Στα σκαλιά έξω από την κεντρική πύλη, οι επισκέπτες έρχονται να θαυμάσουν το αιγαιοπελαγίτικο πανόραμα.

Μια θέα που κόβει την ανάσα και μπορεί να φανερώσει πάνω από δέκα νησιά σε μια καθαρή μέρα. Ωστόσο το κύριο αξιοθέατο της μονής, βρίσκεται στο εσωτερικό, εκεί που στα χρόνια την επανάστασης,  μια ηλικιωμένη μοναχή, είχε ένα όραμα το οποίο οδήγησε στην ανακάλυψη της πιο διάσημης θαυματουργής εικόνας στη σημερινή Ελλάδα. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν γεμάτα κίνδυνους. Ο Οθωμανικός στόλος περνούσε τακτικά δίπλα απ’ το νησί κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη και σε μια περίπτωση ήρθε τόσο κοντά, που κάποιοι προσφέρθηκαν να προσκυνήσουν τον Σουλτάνο. Μπροστά σε τέτοιους φόβους και πειρασμούς η Παναγία θύμισε στους νησιώτες τα περασμένα δεινά τους – με τη μορφή μιας εικόνας που είχε μισοκαταστραφεί από τις επιδρομές των Σαρακηνών εκατοντάδες χρόνια πριν - και την ικανότητά τους να επιβιώνουν μέσα από αιώνες συμφοράς. Σε μια εποχή ριζικής αβεβαιότητας ήταν λοιπόν καιρός για Πίστη. Η ίδια τους είχε προστατέψει από την πανούκλα  και τους είχε δείξει ότι αν δούλευαν μαζί, μπορούσαν να χτίσουν ένα μέλλον για το νησί και τη χώρα εν μέσω πολέμου.

Έναν αιώνα μετά, στο ίδιο ακριβώς σημείο, ο τορπιλισμός της «Έλλης», τον Δεκαπενταύγουστο του 1940 υπενθύμιζε στους Έλληνες, κάτι που όλοι γνώριζαν. Ο πόλεμος ήταν ξανά κοντά, χειροπιαστός σχεδόν, με ορατές τις συνέπειές του.

Ο πόλεμος καθιστά τα πάντα ρευστά, εκτεθειμένα και αναλώσιμα, ανασφαλή κι απρόβλεπτα. Κατ’ αρχήν την ίδια τη ζωή. Συρρικνώνει την εμβέλεια των σχεδίων και των ονείρων. Εκθέτει τον άνθρωπο μπροστά σε δυνάμεις που ελάχιστα μπορεί ο ίδιος να ελέγξει. Στη γενιά του ’40 δεν ήταν άγνωστος ο πόλεμος. Η πολεμική περιπέτεια στη Μικρά Ασία, δεκαοκτώ μόλις χρόνια πριν ήταν σκληρότατη και είχε τελειώσει μέσα στη γενική συμφορά. Οι πληγές στο σώμα της Ελλάδας, ελάχιστα είχαν επουλωθεί και οπωσδήποτε δεν συνηγορούσαν στην εμφάνιση του απρόσμενου χαμόγελου των ανθρώπων, μια μέρα που συμβαίνει ακριβώς αυτό το απευκταίο γεγονός.

Τη μέρα που ξεκινά ένας πόλεμος.

Τι ξέρουμε εμείς 84 χρόνια μετά γι’ αυτό το χαμόγελο; Γνωρίζουμε τις εικόνες, τις φωτογραφίες της ημέρας του πολέμου που δείχνουν υπερβολικά πολλούς ανθρώπους να χαμογελούν μια μέρα που τίποτα το καλό δεν υποσχόταν. Γιατί όμως συνέβαινε αυτό;

 Ο πόλεμος της Αλβανίας ήταν ο πρώτος σταθμός της θύελλας και το πρώτο εργαστήριο της μετάλλαξης του έθνους.  Ήταν ένας πόλεμος του 20ου αιώνα από εκείνους που δεν αφήνουν αλώβητη καμία πλευρά της κοινωνίας. Σήμαινε γενική επιστράτευση ανθρώπων, οικονομίας, θεσμών και μηχανισμών. Οδηγούσε σε μια διάχυτη και έντονη συλλογική εμπειρία.  Ήταν ένα σχολείο καινοτομιών που από μόνο του ανέτρεπε τις προπολεμικές παγιωμένες καταστάσεις και συνήθειες. Η ιταλική επίθεση στράφηκε ενάντια σε όλους και σε όλα και στον κάθε Έλληνα ξεχωριστά. Από αυτή την ουσιαστική ανατροπή ξεκινά το χαμόγελο που χαρακτηρίζει εκείνη την ημέρα. Το χαμόγελο της αξιοπρέπειας, το χαμόγελο της αυτοπεποίθησης, το χαμόγελο των νικητών της πρώτης ημέρας ενός πολέμου που είχε ήδη ηθικά και κοινωνικά κερδηθεί, απάντησε στην ιταλική πρόκληση. Δεν μπορούσε να ήταν αλλιώς, δεν ήταν αλλιώς. Οι Έλληνες συναντήθηκαν με τον πιο απόλυτο τρόπο, στις 28 Οκτωβρίου 1940,  με τη νέα τους πατρίδα.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν ένας αγώνας εθνικός και βαθύτατα πατριωτικός. Ήταν ο πρώτος πόλεμος από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, που πρωταρχικός του σκοπός ήταν η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της ελληνικής πατρίδας. 

Ο ελληνισμός είχε φτάσει στα όριά του. Αισθανόταν ότι δεν πήγαινε άλλο. Πριν από λίγα χρόνια είχε υποστεί  τη Μικρασιατική καταστροφή. Την πιο μεγάλη καταστροφή που είχε γνωρίσει σ’ όλη τη μακραίωνη ιστορία του. Είχε χάσει τη Θράκη, τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και είχε περιοριστεί σε αυτό το μικρό κομμάτι γης, αντιμετωπίζοντας όσα προβλήματα μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια εθνική τραγωδία.

Έτσι, με την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας, ο ελληνικός λαός για πρώτη φορά στην νεότερη ιστορία του, είχε μια και μόνη επιλογή. Να αμυνθεί μέχρι θανάτου. Να πολεμήσει για την πατρίδα του, το χωράφι του, κυριολεκτικά για τους τάφους των πατέρων του. Κανένας ξεριζωμός δεν επιτρεπόταν. Καμιά συρρίκνωση. Ο ελληνισμός έπρεπε να δώσει αγώνα ζωής και θανάτου.

Στον Οκτώβριο του 1940, οι Έλληνες έφτασαν εξαιρετικά έτοιμοι και εφοδιασμένοι. Γνώριζαν άριστα τις τεχνογνωσίες της επιβίωσης και της προόδου, πίστευαν στον εαυτό τους και ήταν κοινωνικά ενταγμένοι μ’ ένα ισχυρό πλέγμα, που οι συλλογικότητες της ανάγκης είχαν δημιουργήσει.

Εκείνο που η κοινωνία διδάχθηκε μέσα σ’ αυτές τις συγκυρίες ήταν ότι ο συντονισμός και η πειθαρχία σε σχέδια και αποφάσεις, ξεπερνούσε τα απρόσωπα όρια του κρατικού σχεδιασμού και αφορούσε αποκλειστικά την τύχη και το μέλλον τους. Η ομαδική εργασία έγινε διάχυτη πρακτική και η επικοινωνία των ανθρώπων πήρε διαστάσεις που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί λίγους μήνες νωρίτερα.  

Έτσι, όταν η κρίσιμη ώρα έφτασε, η ταχύτητα επιστράτευσης και συγκρότησης των μεγάλων στρατιωτικών μονάδων ήταν υποδειγματική.

Στα μέσα Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός απέκτησε σημαντική αριθμητική υπεροχή στο μέτωπο, την οποία και κράτησε σχεδόν μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου. Η ιταλική επίθεση εκφυλίστηκε σε υποχώρηση και μετά σε απελπισμένη άμυνα στις διαβάσεις που οδηγούσαν προς την κεντρική Αλβανία.

Για τους πολεμιστές της πρώτης γραμμής, ο πολεμικός θρίαμβος υπήρξε φορέας πολλών μηνυμάτων.

Το ότι κέρδιζαν μια από τις μεγάλες δυνάμεις του τότε κόσμου, ενίσχυε την πίστη στον εαυτό τους. Την πίστη αυτή μάλιστα τη βίωναν συλλογικά. Εξαιτίας του συστήματος της επιστράτευσης, οι στρατιωτικές μονάδες ήταν συγκροτημένες σε τοπική βάση. Κάθε σύνταγμα προερχόταν από μια πρωτεύουσα νομού, γεγονός που σήμαινε, ότι σε κάθε τάγμα, σε κάθε λόχο, σε κάθε διμοιρία, τις περισσότερες φορές, οι στρατιώτες ήταν συντοπίτες, γνωρίζονταν μεταξύ τους, αποτελούσαν ένα είδος αποσπάσματος της κοινωνίας από την οποία προέρχονταν. Αυτές οι σχέσεις κι αυτοί οι δεσμοί, ενισχύθηκαν μέσα από τις νέες εμπειρίες. Η σκληρή συλλογική πολεμική περιπέτεια έδινε νέα ποιοτική διάσταση στις προπολεμικές σχέσεις. Ήταν μια διαδικασία ενοποίησης των ανθρώπων, της οποίας τα χαρακτηριστικά κάθε άλλο παρά αδιάφορα λειτουργούσαν για την ποιότητα των κοινωνικών δεσμών. Ο αντίκτυπος στη μη μαχόμενη κοινωνία ήταν άμεσος. Στο μέτωπο, όπως και στα μετόπισθεν, η ελληνική κοινωνία περνούσε μέσα από έντονες διεργασίες ενοποίησης.

Ακόμη περισσότερο, οι αξιωματικοί που τους οδηγούσαν στις μάχες, τους ήταν οικείοι. Οι χαρισματικοί αξιωματικοί διακρίθηκαν ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες, όταν ο φόβος καθηλώνει η πισωγυρίζει τους απειροπόλεμους οπλίτες. Οι αξιωματικοί που πέφτουν πρώτοι στη φωτιά γίνονται το πιο πειστικό παράδειγμα θυσίας.

Μια άμεση ανταμοιβή των γενναίων είναι η υιοθέτηση του ονόματος τους ως συνθήματος αναγνωριστικού της σκοπιάς, με παρασύνθημα τον τόπο ηρωισμού τους, ενώ τα υψώματα χάνουν την αδιάφορη ονομασία βάση του υψομέτρου τους και παίρνουν το όνομα του γενναίου αξιωματικού που σκοτώθηκε για την κατάκτησή τους.

 Όμως, μεγάλο ποσοστό των διμοιριτών, ανθυπολοχαγών και υπολοχαγών, ήταν έφεδροι.

Οι «εγγράμματοι», δάσκαλοι, γεωπόνοι, δικηγόροι, καθηγητές γυμνασίων, ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου ασκούσαν κοινωνική λειτουργία, μιας και συμμετείχαν ενεργά στο δύσκολο έργο της  οργάνωσης των τοπικών κοινοτήτων και της ένταξής τους στο ευρύτερο πλαίσιο των γενικών μηχανισμών.

 Τώρα, αναλαμβάνοντας έναν άλλο ρόλο, μάθαιναν τον πόλεμο μαζί με τους στρατιώτες τους. 

Ήταν ένας πόλεμος στα μέτρα τους. Το ορεινό τοπίο τη Ηπείρου και της Αλβανίας, κατακερματισμένο και δυσπρόσιτο, δημιουργούσε πολυάριθμα μικρά πεδία σύγκρουσης, σχεδόν ανεξάρτητα και απομονωμένα το ένα από το άλλο. Οι κορυφές, οι χαράδρες, τα περάσματα, ήταν τα αντικείμενα διεκδίκησης ανάμεσα σε διμοιρίες και λόχους.

Μερικές δεκάδες Ελλήνων, μάχονταν το δικό τους πόλεμο, σε κάθε ιδιαίτερη πτυχή των ατελείωτων βουνών, αντιμετώπιζαν το δικό τους εχθρό, με τους δικούς τους τρόπους.

Η ιταλική διάταξη, στον καιρό της αριθμητικής ανεπάρκειας των δυνάμεων της, άφηνε κενά ανάμεσα στα «σημεία στήριξης», τις κορυφές και τα περάσματα. Απ’ αυτά τα περάσματα προχωρούσαν μικρές ομάδες, πραγματοποιούσαν διεισδύσεις στα μετόπισθεν της εχθρικής θέσης και οδηγούσαν τον εχθρό προς το επόμενο διάσελο και την επόμενη κορυφή. Εκατοντάδες μικρές νίκες αυτού του είδους, έσπρωξαν την ιταλική διάταξη πίσω, βαθιά μέσα στα εδάφη της Αλβανίας.

Όπως διαπιστώνεται από τα ημερολόγια των στρατιωτών της πρώτης γραμμής, για τους πολεμιστές του μετώπου ο αγώνας ήταν ιερός. Είναι γενική η πεποίθηση ότι η Παναγία υποστηρίζει τους Έλληνες, γιατί οι Ιταλοί διέπραξαν ιεροσυλία στο λιμάνι της Τήνου τον Δεκαπενταύγουστο. Η πεποίθηση αυτή είναι έντονη σε όλη διάρκεια των μαχών, ακόμη και κατά την εαρινή σαρωτική αντεπίθεση, όταν μετά τους ανηλεείς βομβαρδισμούς που ισοπεδώνουν περιοχές και υψώματα, ξεπροβάλλουν σχεδόν μεταφυσικά, έτοιμοι να πολεμήσουν, οι Έλληνες στρατιώτες.

Παρ’ όλ’ αυτά ο θάνατος υπάρχει παντού. Οι μαχητές κάνουν ό,τι μπορούν για να μην τον σκέφτονται, για να τον ξορκίσουν. Η καθημερινότητά τους είναι ένας αγώνας επιβίωσης, γεγονός που τους οδηγεί στην επίκληση του θείου. Κι αυτό καταγράφεται όχι μόνο στα ημερολόγια των ευσεβών πιστών. Ακόμη και οι στρατιώτες που δεν εκφράζουν μεταφυσικές ανησυχίες, αναζητούν στις γνώριμες ψαλμωδίες τη γαλήνη της ψυχής τους.

Τα παραγγέλματα της Πίστης κατευθύνουν και προσδιορίζουν ταυτόχρονα το ήθος που επέδειξαν οι μαχητές αυτού του μη επαγγελματικού στρατού.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος παρουσίασε υψηλούς δείκτες τήρησης των νομίμων στην αντιμετώπιση των αιχμαλώτων, των νεκρών, του ντόπιου πληθυσμού και των γυναικών. Ήταν ένας πόλεμος, όπου ο μαχητής δεν έχασε σε γενικές γραμμές την ανθρωπιά του, παρά τις  έντονες ψυχολογικές μεταβολές που αυτή η ολοκληρωτική εμπειρία επιφέρει. Η αγριότητα των συνθηκών του πολέμου δε συμπαρέσυρε τους ανθρώπους, ώστε να παρουσιασθούν γενικευμένα εκφυλιστικά φαινόμενα και απάνθρωπες συμπεριφορές. Έχει κανείς την εντύπωση ότι το φρόνημα, που οδήγησε χωρίς αμφιβολίες στον πόλεμο ακόμη και τους δειλούς από τη φύση τους στρατιώτες, εξύψωσε ηθικά την πλειοψηφία των μαχητών και τους έκανε πρόθυμους να δείξουν τον καλύτερό τους εαυτό.  Βέβαια δεν πέτυχε να εξαφανίσει την παλιανθρωπιά. Αντίθετα πρόσφερε στους φορείς της, μεγαλύτερο πεδίο δράσης.

Το 1941, η πρώτη πράξη λήγει, με την επικράτηση της έννοιας «νίκη» και η δεύτερη πράξη αρχίζει, με την πλήρη επίγνωση της έννοιας «θυσία».

 Όλοι γνώριζαν, ότι η γερμανική επέμβαση πλησίαζε και ότι η τύχη της χώρας θα κρινόταν αλλού. Όμως, τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί, είχαν προετοιμάσει το έδαφος για όσα θα ακολουθούσαν.

Η χώρα, με τη μορφή που είχε στα 1940, ήταν ένα νεαρό μόρφωμα με προϊστορία μόλις δεκαέξι χρόνων περίπου. Οι κάτοικοί της ήταν πολίτες, που με κόπο, με γνώση, αλλά και με συλλογικό πνεύμα, είχαν πετύχει πολλά με τις δικές τους και μόνο δυνάμεις. Οι δεξιότητες τους, στην οικονομία, στην κοινωνική και πολιτική ζωή, ήταν αξιόλογες και επιπλέον οι στρατιωτικές δεξιότητες προστέθηκαν στις προηγούμενες.

Συνηθισμένοι περισσότερο στις δύσκολες συνθήκες και στα δυσεπίλυτα προβλήματα, ελάχιστα τρόμαζαν μπροστά στις αντιξοότητες που παρουσιάζονταν μπροστά τους. Από την  άποψη αυτή, οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να υποδεχθούν την κατοχή.

Σήμερα, 84 χρόνια μετά, η γενιά των μαχητών έχει χαθεί, και μαζί της χάνεται ανεπανόρθωτα, η άχνα των ανθρώπων που έκαναν την ιστορία.

 Γιατί την ιστορία την συνθέτουν πάντοτε δυο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει. Μια σειρά από γεγονότα, κι ένα άρωμα εποχής.

Το πρώτο, τα γεγονότα, είναι δυνατόν να αποκατασταθούν κι ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο όχι. Χάνεται˙ πετάει μαζί με τη στιγμή. 

Στην αυγή του 21ου αιώνα, οι συλλογικές αναπαραστάσεις αποδομούνται, και απομυθοποιούνται οι μεγάλες αφηγήσεις.

Οι άνθρωποι κινούνται ατομικά και αθροίζονται σε ψηφιακές κοινότητες. Η ιστορική γνώση, είναι εφόδιο πολύτιμο και αναγκαίο. Όχι όμως και επαρκές, όταν το ζητούμενο είναι η ασκητική προσήλωση των  επόμενων γενεών στο ιερό πάθος της ελευθερίας.

Ποια είναι όμως τα στοιχεία που πρέπει να αναζητήσουμε;

Στους αγώνες που συνέχισε να δίνει ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο διοικητής του σύγχρονου Ιερού Λόχου συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, κατά τη συγκρότηση της μονάδας του, τα προσδιορίζει με σαφήνεια: Η πειθαρχία, οι στενοί ηθικοί δεσμοί μεταξύ των μελών και η φιλοπατρία.

Πειθαρχία, ηθικοί δεσμοί μεταξύ των μελών και φιλοπατρία.

Κάπως έτσι περιγράφει  και ο  Πλούταρχος τις αρχές που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία και του αρχαίου Ιερού Λόχου.

Από τον Θηβαίο Πελοπίδα μέχρι τον Χριστόδουλο Τσιγάντε, στα ασαφή όρια μεταξύ θρύλου και ιστορίας, η παραδοχή είναι η μία: ο ηθικός δεσμός είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη της ακατάβλητης ανδρείας για την υπεράσπιση της πατρίδας. Όλα τα υπόλοιπα, αν υπάρχουν, έπονται. Κι αυτό δεν είναι εικασία, είναι ένα συναρπαστικό ιστορικό γεγονός.

Ο πόλεμος του 40’, είναι η τελευταία σύγκρουση στην Ευρώπη με δυνάμεις, μέσα και όπλα τόσο δυσανάλογα. Απ’ τη μια, ο βαρύς οπλισμός της σύγχρονης τεχνολογίας. Απ’ την άλλη, αναχρονιστικά μέσα στα χέρια ενός μικρού λαού, που αγωνίζεται για την ύπαρξή και για τις παραδόσεις του. Στον αγώνα αυτόν, ο ελληνικός λαός έδωσε το προσωπικό του ύφος, όμοια σε γενικές γραμμές με αυτό του 1821. 

Η τεχνοκρατία, χάρη στο σιδερένιο όγκο, θα πετύχει να  γονατίσει για μια στιγμή τη μαχόμενη ψυχή. Η αντιστροφή όμως θα έρθει γρήγορα και το μάθημα θα μείνει.

Περισσότερο και απ’ την υπόθεση του έθνους που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία του, η 28η  Οκτωβρίου του 1940 προβάλλει στη σκηνή της Ιστορίας έναν αγώνα γενικότερο: Μια φυλής ανθρώπων. Αυτής που προσδιορίζεται από το πάθος της ελευθερίας.

Στα χρόνια που έρχονται, πέρα από τον πάταγο των αυτοκρατοριών που γκρεμίζονται, θ’ απομείνει ν’ ακούγεται στον αποκαμωμένο κόσμο, λιανό και κρυστάλλινο, ερημικό κι άτρεμο, το εωθινό που σήμανε η σάλπιγγα πάνω στον ελληνικό βράχο, μια φθινοπωρινή αυγή.

Ταλαμπίρης Κων/νος

Διευθυντής 2ου Δημοτικού Σχολείου Κιλκίς