Γεννήθηκε στις 14 Μαΐου του 1909 στη Μονεμβασιά. Η ευαίσθητη φύση του ποιητή σε συνδυασμό, με το ευνοϊκό περιβάλλον τον οδήγησαν από νωρίς, ήδη από το 1917 να γράψει τους πρώτους του στίχους. Παράλληλα, η οικογένειά του δοκιμάστηκε σκληρά. Χάθηκε η πατρική του περιουσία. Πέθαναν μέλη της οικογένειάς του από φυματίωση.
Ο ποιητής έγραφε συνεχώς ποιήματα και τα δημοσίευε στη «Διάπλαση των παίδων». Ολοκληρώνει τις σπουδές στο γυμνάσιο του Γυθείου και επιστρέφει στη Μονεμβασιά.
Το Σεπτέμβριο του 1925 έρχεται με την αδελφή του στην Αθήνα. Εργάζεται αρχικά ως δακτυλογράφος και αργότερα ως αντιγραφέας. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή χωρίς να φοιτήσει ποτέ. Εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών. Η υγεία του κλονίζεται.
Παρόλη την ασθένεια του συνεχίζει να γράφει. Η αρρώστια όμως τον αναγκάζει να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο «Σωτηρία» , στην Αθήνα, όπου γνωρίζεται με σημαντικούς διανοούμενους της εποχής, όπως τη Μαρία Πολυδούρη. Τότε είναι που προσεγγίζει θεωρητικά τη μαρξιστική ιδεολογία.
Το Μάιο του 1936 γράφει τον «Επιτάφιο», ένα μακρύ επαναστατικό θρήνο μιας μητέρας για το γιο της που σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση απεργών με το στρατό και τη χωροφυλακή.
Κι εγώ θα καρτεράω σκυφτή
βραδί και μεσημέρι
να ΄ρθεί ο καλός μου, ο θάνατος,
κοντά σου να με φέρει.
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η κατοχή δεν τον άφησαν ασυγκίνητο. Ο λυρισμός του γίνεται σκληρός, για να εκφράσει την τραγωδία της εποχής, τον ηρωισμό της αντίστασης, αλλά και τον τραγικό επίλογο, τον εμφύλιο πόλεμο. Με τα έργα του «Ρωμιοσύνη» και «Κυρά των Αμπελιών», εκφράζει το πνεύμα της αντίστασης και της ελευθερίας του μαχόμενου ελληνισμού.
Το 1948 εξορίζεται στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Μετά ο ποιητής μεταφέρεται στη Μακρόνησο όπου γνωρίζεται και συνδέεται στενά με το Μάνο Κατράκη. Έπειτα από την παγκόσμια κατακραυγή και τις διαμαρτυρίες σημαντικών προσώπων της διανόησης, όπως οι Αραγκόν, Νερούδα, Πικάσο, απελευθερώνεται από τον Άη-Στράτη τον Αύγουστο του 1952.
Φεύγοντας από τον τόπο της εξορίας, μετέφερε στο διπλό πάτο της βαλίτσας του τα χειρόγραφα της «Αγρύπνιας» που εκδόθηκαν το 1954 και περιελάμβαναν τη «Ρωμιοσύνη» και την «Κυρά των Αμπελιών».
Το 1954 παντρεύεται την παιδίατρο Φαλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο και μετά από ένα χρόνο γεννιέται η μοναχοκόρη του Ελευθερία (Έρη). Ήταν το σημαντικότερο και το πιο χαρούμενο γεγονός στη ζωή του Ρίτσου. Την τρυφερότητα και τον ενθουσιασμό του τον αποτύπωσε στο μακροσκελές ποίημά του «Πρωινό άστρο» που γράφτηκε αμέσως και τυπώθηκε σε βιβλίο το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου (1955).
Με τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» που τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, ο Ρίτσος μπαίνει στην τέταρτη περίοδο της δημιουργίας του. Ο Γάλλος λογοτέχνης Λουϊ Αραγκόν χαρακτηρίζει το Ρίτσο ως έναν από τους πιο μεγάλους και μοναδικούς ποιητές της εποχής του. Δηλώνει πως με το έργο αυτό αισθάνθηκε το «βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας».
Τον Οκτώβριο της δικτατορίας εξορίζεται στη Γυάρο και στη Λέρο. Αργότερα μεταφέρεται στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου παραμένει για ένα διάστημα σε κατ’ οίκον περιορισμό. Εκεί γράφει τα « Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», τα στέλνει κρυφά στη Γαλλία στο Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τα μελοποιεί.
Το Δεκέμβριο του 1970 αίρεται ο κατ’ οίκον περιορισμός και επιστρέφει στην Αθήνα. Πριν περάσει η δικτατορία ο ποιητής έκανε μια δημόσια εμφάνιση. Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου συμμετείχε σε διαδήλωση των οικοδόμων και φοιτητών που έγινε στις 15 Νοεμβρίου 1973.
Στα 16 χρόνια από το τέλος της δικτατορίας ως την κοίμησή του ο ποιητής μεταβλήθηκε σε μύθο. Οι διακρίσεις ήταν πια διεθνείς με κορυφαία την απονομή του Διεθνούς Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών την Πρωτομαγιά του 1977.
Ο Ρίτσος είχε προταθεί δυο φορές για το Νόμπελ αλλά δεν το πήρε ποτέ. Ακόμη του απονέμεται το διεθνές βραβείο «Γκεόργκι Δημητρώφ», το βραβείο «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης» του ΟΗΕ, το μετάλλιο «Ζολιό- Κιουρί», ανώτατη διάκριση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης, το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων. Ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από κοντά μας στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Το σώμα του αναπαύτηκε στη γενέτειρά του Μονεμβασιά. Στ’ αλήθεια έφυγε;
Πονάει η έλλειψη της φυσικής παρουσίας για όσους γνώρισαν από κοντά τον αιώνιο, ωραίο έφηβο, παραμένει όμως η ψίχα της ζωής του, η ποίηση.
«Να με θυμάστε, είπε, χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες και αγκάθια, για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά ποτέ μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια. Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού, τις πιο άγριες νύχτες σας φώτισα. Να με θυμάστε.»
Έτσι κι εμείς θυμόμαστε τον ποιητή που τόσο τίμησε τις αξίες και τις αρετές της ψυχής του ανθρώπου.
Καλφοπούλου Ελισάβετ – Τρίγκα Ντίνα
Πέμπτη, 25 Ιουνίου 2009 14:16
Εκατό χρόνια Γιάννης Ρίτσος
Εκατό χρόνια από τη γέννηση του ποιητή της «Ρωμιοσύνης» Γιάννη Ρίτσου και η φετινή χρονιά είναι αφιερωμένη στο μεγάλο αυτό διανοητή, που στρατεύτηκε μέσα στην ίδια την εποχή του. Ο Γ. Ρίτσος είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές παρουσίες του καιρού μας, με το αδιάλειπτο παρόν του, την ακατάβλητη εργατικότητα του, τη γονιμότητα της σκέψης του, τον ποιητικό του οίστρο και την αγωνιστική του διάθεση. Στρατευμένος στην ιδεολογία της αριστεράς είναι ένας ποιητής με μεγάλη ακτινοβολία και απήχηση, πολυγραφότατος και πολυτάλαντος.