Εκείνο όμως που είναι άξιο να επισημανθεί και να του αποδοθεί -από κάποιον που παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την παντοειδή δράση γραφής του - είναι ότι μπροστά από όλους αυτούς τους ζωτικούς προσδιορισμούς ενασχόλησής του πρέπει να του προστεθεί η λέξη : « λογοτέχνης»: ένα πρόσωπο δηλαδή που ασκεί την τέχνη του γραπτού λόγου.
Γιατί ο Κωνσταντινίδης είναι: λογοτέχνης – αρθρογράφος, είναι: λογοτέχνης -κοινωνικός και πολιτικός σχολιαστής, είναι : λογοτέχνης – ιστορικός και λαογραφικός ερευνητής: κατέχει -όσο λίγοι – μια βαθιά και εκτεταμένη γνώση του διαχρονικού Ελληνικού Λόγου. Κατέχει την αλχημιστική κατεργασία του Ελληνικού Λόγου, αρχίζοντας από τον Λόγο ως Γλώσσα και καταλήγοντας με τον Λόγο ως Γνώση, πράγμα που κάνει τα κάθε είδους κείμενά του να λαμποκοπούν στα μάτια του αναγνώστη, σαν κρυστάλλινοι καθρέπτες μιας δημιουργικότατης γλωσσικής διάνοιας.
Η ενασχόλησή του -επομένως-με ένα καθαρόαιμο, λογοτεχνικό έργο ήταν θέμα μόνο απόφασης γι’ αυτόν -όπερ και εγένετο- με τη συγγραφή και την παρουσίαση του τελευταίου πονήματός του, που φέρει τον βαριά συγκινησιακό τίτλο: «Δακρυσμένα χώματα» , τίτλο που σε προϊδεάζει ήδη για το περιεχόμενό του.
Το βιβλίο ανήκει στη «Μυθιστορηματική Λογοτεχνία της Προσφυγιάς», με πρωτοπόρους στο είδος αυτό πεζογράφους, που έζησαν στη Μικρά Ασία, υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες αυτής της ολέθριας για τον Ελληνισμό συνέπειας, του προσφυγισμού και τον περιέγραψαν, όπως ο Ηλίας Βενέζης στο έργο του «Γαλήνη», η Διδώ Σωτηρίου στο μυθιστόρημά της «Μέσα στις φλόγες».
«Τα δακρυσμένα χώματα» εκκινώντας από το Φαχρέλ του Καρς Καυκάσου, τον Σεπτέμβριο του 1918, παρουσιάζει τα τυραγνισμένα βιώματα, τις ανείπωτες προσωπικές περιπέτειες και ιστορίες Ποντίων και Καυκασίων προσφύγων, την υπεράνθρωπη προσπάθεια «μεταφύτευσής τους» πρώτα στην όχι και τόσο φιλόξενη Πατρίδα – Ελλάδα και μετά, στη διάρκεια των σκληρών δεκαετιών που ακολουθούν σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ λόγω του εμφυλίου, σκιαγραφώντας παράλληλα με περιεκτικό τρόπο και ένα πολύτιμο: ιστορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πανόραμα του 20ου αιώνα της Ελλάδας και κάποιων Ευρωπαϊκών χωρών.
Ο συγγραφέας διαθέτει τη δεξιοτεχνική, συναρπαστική, εκφραστικότατη λογοτεχνική του πένα στο να περιγράψει ιστορίες -κάποιες σίγουρα πέρα ως πέρα αληθινές- προσώπων με έντονο τον προσφυγικό πόνο του ξεριζωμού μέσα τους, ν’ αφηγηθεί τη ζωή τους, τις εμπειρίες τους, την αγωνιώδη προσπάθειά τους να ριζώσουν στην καινούργια πατρίδα τους, που συνεχίζει να αιμορραγεί πάλι με κατοχή, εμφύλιο, μετεμφυλιακές διχόνοιες, περιόδους στις οποίες διεξοδικά αναφέρεται ο συγγραφέας για να τονίσει τη συνέχιση του Γολγοθά της ζωής των προσφύγων και στη Μητέρα - Πατρίδα.
Περιγράφει ο συγγραφέας και αληθινές ιστορίες, όπως την υπέροχη ιστορία αγάπης του παππού και της γιαγιάς του Δημοσθένη και Χαρίκλειας, μια αγάπη που σαν πυγολαμπίδα φωτίζει τη σκοτεινότητα εκείνων των χρόνων, περιγράφει ιστορίες που άκουσε ίσως ο ίδιος να τις αφηγούνται Γέροντες πια επιζήσαντες πρόσφυγες ή να τις βιώνουν τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, κάποιες απ΄ αυτές πραγματικά σπαρακτικές, όπως της ηρωίδας, της Όλγας που έχασε τα δύο παιδιά της στον εμφύλιο, ευρισκόμενα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Με τα «Δακρυσμένα χώματα» φαίνεται ότι σκοπός απώτερος του συγγραφέα δεν είναι να προβάλει σε πρώτο πλάνο τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, αλλά να καταδείξει πως τα διάφορα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα συνδέθηκαν με τη ζωή απλών ανθρώπων του λαού, πως βιώθηκαν απ’ αυτούς, τι αντίκτυπο είχαν στην καθημερινή ζωή τους και τις μεταξύ τους σχέσεις. Με τη μυθοπλαστική επέμβαση ντύνεται το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής και χρησιμοποιείται περισσότερο η προσωπική μυθιστορία ως ιστορική μαρτυρία.
Δεν αποποιείται βέβαια ο συγγραφέας τη σημαντικότητα του ιστοριογραφικού και κοινωνικού ρόλου, γι΄ αυτό υπάρχει στο βιβλίο μια συχνή μετάβαση από τα προσωπικά βιώματα των ηρώων στην περιγραφή του γενικότερου ιστορικού πλαισίου της εποχής -κάποιες φορές σε μεγάλη έκταση- δίνοντας επίσης, συχνά - πυκνά μυθολογικές πληροφορίες, παρεμβάσεις σταχυολογημένων αποσπασμάτων από κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, γλωσσικές ετυμολογικές προσεγγίσεις, παράθεση πλουσιότατων, πολύτιμων, βαθύπνοων φιλοσοφικών στοχασμών, (απαύγασμα προσωπικής του πείρας και σοφίας), στοιχεία που αποτελούν ένα ευφυέστατο τέχνασμά του, που κάνει την αφήγηση, μια αφήγηση άκρως ενδιαφέρουσα και ελκυστική για τον αναγνώστη.
Ο λόγος που αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο αυτό, είναι επίσης ότι όλοι ανεξαιρέτως οι ήρωες του βιβλίου είναι φορείς χαρισμάτων και αξιών, που σπανίζουν στην εποχή μας και που μπορούν να γεμίσουν με αγαλλίαση και αισιοδοξία του αναγνώστη, γιατί παρ΄ όλο τον πόνο του το βιβλίο είναι κατ΄ εξοχήν ένα αισιόδοξο βιβλίο ,καθώς όλα τα πρόσωπά του, όλοι οι ήρωές του αναγάγουν -την απώλεια, τον προσφυγικό, πόνο, τις κακουχίες, τη φτώχεια- σε ηθικές αξίες, όπως αυτές της αξιοπρέπειας, της τιμιότητας, της καθαρότητας, της συνέπειας, του αγωνιστικού σθένους, της αλληλεγγύης, της γενναιοδωρίας, ό,τι πιο όμορφο και ξεχωριστό για να λειτουργεί εύρυθμα μια κοινότητα ανθρώπων. Και ο έρωτας ακόμα -πρωταγωνιστής της μυθοπλασίας- που κυριαρχεί στις καρδιές πολλών ηρώων είναι ένας έρωτας αγνός, πλατωνικός, που συγκινεί με την καθαρότητα, τη συναισθηματική του δύναμη και ένταση, δίνοντας παράλληλα κι ένα δυνατό μήνυμα ζωής και ελπίδας μέσα στη λαίλαπα των δυσκολιών.
Είναι «τα δακρυσμένα χώματα» ένα βιβλίο που μέσα από τις πολύ ενδιαφέρουσες, βιωματικές μικροϊστορίες του, μέσα από τον περίτεχνο, λογοτεχνικό, λυρικό του λόγο, την πληθώρα των αγνών, άδολων συναισθημάτων του μας μαθαίνει αλλιώς την Ιστορία του Τόπου μας.
Όλες οι περιγραφόμενες καθαρές, αστραφτερές ψυχές των ηρώων – προσφύγων συμπλέκονται σ’ έναν αδιάλειπτο ρυθμό, που μέσω του βιβλίου φθάνει στις μέρες μας, σε μας για να κρατήσει την Ποντιακή – Προσφυγική Μνήμη ζωντανή, ακμαία, ατόφια και πολύ ψηλά πνευματικά και ηθικά στις συνειδήσεις μας!
Θεοδώρα Θεοδωρίδου - Φιλόλογος Ξ.Γ.