Σε λίγη ώρα θα αρχίσει η παράσταση και ο Αλέξανδρος Μούκανος θα μπει στη σκηνή. Γύρω του όλα θα είναι σκοτεινά και με το φακό στο χέρι θα ψηλαφίσει τα έπιπλα στο πατρικό σπίτι, το έρημο πλέον πατρικό σπίτι, όπου εξακολουθούν να ζουν οι εφιάλτες μιας ζωής.Τους καταγράφει με ειλικρίνεια ο Άρθουρ Μίλερ στο έργο του “Το τίμημα”, το οποίο παρουσιάζει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στο νέο Υπερώο του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Έργο σκληρό και τρυφερό, το οποίο αφορά όχι μόνον τους ήρωες του Μίλερ αλλά και κάθε θεατή. Άλλωστε το τίμημα των όποιων αποφάσεων ακολουθεί τον κάθε άνθρωπο στο υπόλοιπο της ζωής του και σίγουρα για την ερμηνεία των ρόλων και οι τέσσερις ηθοποιοί που συμμετέχουν στην παράσταση πρέπει να ανέσυραν και τις δικές τους εμπειρίες. Διαδικασία σίγουρα επώδυνη.
“Δεν ήταν εύκολο”, λέει και το επαναλαμβάνει δύο φορές. “Έπρεπε να βάλεις το χέρι βαθιά μέσα σου, να ξεσκίσεις πράγματα”.
Αυτή η καταβύθιση στον εαυτό του τον έφερε αντιμέτωπο με δικά του βιώματα και οι πρόβες αλλά και οι παραστάσεις στη συνέχεια έδρασαν ιαματικά για αυτόν, όπως ιαματικά δρουν και στους θεατές.
“Όταν διάβασα το έργο, ένιωσα ένα ταρακούνημα. Είχα πνίξει πολλά μέσα μου. Αυτή η σύγκρουση η συνειδησιακή περνά και στους θεατές, αλλά, εάν προσωποποιηθεί, δεν θα τους ενδιαφέρει. Πρέπει να φιλτράρεις την προσωπική εμπειρία, η οποία, όταν μεγεθύνεται, δεν αφορά το θεατή, χάνει την οικουμενικότητά της”.
Η ΠΟΡΕΙΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΛΚΙΣ
ΩΣ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ
Ηθοποιός που δεν έχει απασχολήσει τις κοσμικές στήλες, αλλά αναγνωρίσιμος από όσους παρακολουθούν θέατρο στη Θεσσαλονίκη, αναγνωρίσιμος και από τις συμμετοχή του σε πολλές τηλεοπτικές σειρές αλλά και σε σημαντικές κινηματογραφικές ταινίες.
“Δεν έφυγα από εδώ και ούτε πρόκειται να φύγω”, λέει πίνοντας τον καφέ του απέναντι από το θέατρο, έστω κι αν η οικογένειά του βρίσκεται στην Αθήνα.
Βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη από τα χρόνια της εφηβείας του, αφήνοντας πίσω τη δύσκολη -για πολλούς λόγους προσωπικούς και μη- ζωή σε ένα χωριό του Κιλκίς, τα όμορφα Αμάραντα της λεκάνης Δοϊράνης.
“Δεν είχα δει ποτέ θέατρο και η πρώτη παράσταση που είδα ήταν η ‘Μήδεια’ του Βολωνάκη με τη Μερκούρη και τον Παπαμιχαήλ. Είχαμε πάει με το λύκειο Καλαμαριάς και ακόμη θυμάμαι εκείνη την κόκκινη χοάνη, που έπειτα από χρόνια κατάλαβα ότι σήμαινε τη μήτρα ζωής, τη μήτρα της γης”.
Ακόμη αναρωτιέται τι έκανε εκείνο το παιδί να πάρει την απόφαση να καταθέσει αίτηση, για να μπει στη Δραματική σχολή του ΚΘΒΕ. Δούλευε τότε ως υπαλληλάκος σε νυχτερινό μαγαζί της παραλίας και ζήτησε τη βοήθεια των μουσικών της ορχήστρας και του σεφ, για να μάθει τα κείμενα και το τραγούδι που θα έπρεπε να ερμηνεύσει μπροστά στην εξεταστική επιτροπή.
“Ο ένας, που είχε μία τρέλα με το θέατρο, μου είχε δώσει έναν μονόλογο του Μάτεσι και τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου και ο μουσικός μού δίδαξε ένα τραγούδι του Χατζιδάκι. Πάω στις εξετάσεις και το λέω φάλτσα, αλλά βλέπω στα αποτελέσματα πως με είχαν περάσει τρίτο ανάμεσα σε 300 υποψήφιους”.
Έτσι αυτό το παιδί, που δεν του άρεσαν τα γράμματα -μία τάξη κάθε δύο χρόνια, λέει και γελάει- δεν ακολουθεί τη συμβουλή του πατέρα του να γίνει αστυνομικός ή στρατιωτικός με επιχείρημα το γνωστό “μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει” και μπαίνει σε έναν άλλο κόσμο.
“Βοήθησε ίσως η άγνοιά μου. Ένα χωριατόπαιδο ήμουν, αλλά δευτεροετής βγαίνω στην Επίδαυρο ως μέλος του χορού σε κωμωδία του Αριστοφάνη. Μετά περνώ από το μεγάλο σχολείο της Πειραματικής Σκηνής της ‘Τέχνης’, όταν είχε πρωτομπεί στο θέατρο ‘Αμαλία’, και μετά από το Κρατικό Βορείου Ελλάδος, όπου μπήκα με πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο ένας ερχόταν μετά τον άλλον, δεν είχα περιθώρια χρονικά, για να γίνω ‘δημόσιος υπάλληλος’”.
Θυμάται τον “Ιάγο”, το “Φεγγάρι” που ερμήνευε στο “Ματωμένο Γάμο”, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τον Χατζάκη, με τον οποίο συνεργάστηκε και στο Εθνικό Θέατρο -τη μόνη θεατρική εμφάνισή του στην Αθήνα- τον Τσιτσάνη και το “Γερνάω Επιτυχώς” του Σκαμπαρδώνη.
“Δούλεψα με επτά-οκτώ καλλιτεχνικούς διευθυντές ώς τώρα. Αλλά έκανα και τηλεόραση για βιοποριστικούς λόγους και πήγαινα για τα γυρίσματα στην Αθήνα, πήρα μέρος και σε πολλές ταινίες”.
Θα κρατούσε έναν ρόλο και στην ταινία που ετοίμαζε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Ήταν παρών σε εκείνο το μοιραίο γύρισμα, όταν μία μοτοσικλέτα παρέσυρε και σκότωσε σχεδόν ακαριαία το σκηνοθέτη. Τα θυμάται και σκοτεινιάζει. Όμως η ώρα περνά και πρέπει να φύγει. Σε λίγο θα χτυπήσει το πρώτο κουδούνι και πρέπει να ετοιμαστεί, για να ζήσει μαζί με τους θεατές τη σύγκρουση των ηρώων του Μίλερ με τον απέναντί τους και τον εαυτό τους.
Πηγή: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, του Κώστα Μαρίνου