Έρευνα για τις διαφορετικές τιμές των προϊόντων των πολυεθνικών από χώρα σε χώρα εντός της ΕΕ ξεκινά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με απάντηση που δόθηκε σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή της ΝΔ Γιώργου Αυτιά.
Η ερώτηση είχε κατατεθεί μετά τη σχετική επιστολή του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Ο κ. Αυτιάς είχε αναφερθεί στο θέμα της αισχροκέρδειας των πολυεθνικών εντός της ΕΕ και ζητούσε ενημέρωση για τον τρόπο που προτίθεται να αντιμετωπίσει το ζήτημα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, αυτή η απάντηση «δρομολογεί» μία «ουσιαστική έρευνα στο θέμα της αισχροκέρδειας», καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «ζητάει αποδεικτικά στοιχεία από τα κράτη-μέλη» και δεσμεύεται για την επιβολή προστίμων, όπως ήδη έχει πράξει σε δύο μεγάλες πολυεθνικές.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι «ο αξιότιμος κύριος βουλευτής αναφέρεται σε εδαφικούς περιορισμούς εφοδιασμού, οι οποίοι κατακερματίζουν την ενιαία αγορά και οδηγούν σε αδικαιολόγητες διαφορές τιμών καταναλωτή σε ολόκληρη την ΕΕ». Παράλληλα, η Επιτροπή δεσμεύεται να επιβάλλει το δίκαιο του ανταγωνισμού για την καταπολέμηση των περιορισμών αυτών.
Η ανακοίνωση υπογραμμίζει ότι «τον Μάιο του 2024, η Επιτροπή επέβαλε στη Mondelēz πρόστιμο ύψους 337,5 εκατ. ευρώ για παρεμπόδιση του διασυνοριακού εμπορίου προϊόντων σοκολάτας, μπισκότων και καφέ», ενώ «το 2019 επέβαλε στην AB InBev πρόστιμο ύψους 200 εκατ. ευρώ για τον περιορισμό των πωλήσεων μπύρας». Σημειώνει επίσης ότι η Επιτροπή δεσμεύεται να αντιμετωπίσει περιορισμούς που ενδέχεται να προκύπτουν εκτός των καταστάσεων που καλύπτονται από το δίκαιο του ανταγωνισμού.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι δρομολογεί διερευνητική διαδικασία για να συλλέξει αποδείξεις σχετικά με την εμφάνιση εδαφικών περιορισμών εφοδιασμού στην ΕΕ. Η διαδικασία αυτή θα περιλαμβάνει διάλογο με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών.
Καταλήγοντας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ότι θα λάβει υπόψη τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας για την αντιμετώπιση του ζητήματος, ώστε οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ να μην κατακερματίζουν την ενιαία αγορά και να διασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές επωφελούνται από ποικιλία και ανταγωνιστικές τιμές.