Συνολικά 41 περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων παραπέμφθηκαν από τις εισαγγελικές Αρχες στο Ιατρείο Ψυχοδικαστικών Εκτιμήσεων του Νοσοκομείου Παπανικολάου από το 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2024.
Από τις καταγγελίες αυτές οι 22 αφορούσαν σε σεξουαλική κακοποίηση από πρόσωπο εκτός της οικογένειας του ανηλίκου.
Τα στοιχεία παρουσίασε η Ψυχίατρος Παιδιών-Εφήβων, Συντονίστρια Διευθύντρια στο Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του Νοσοκομείου Παπανικολάου, μιλώντας στο συνέδριο «Σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών: Είναι επαρκές το ισχύον ποινικό δίκαιο;», που διοργάνωσε ο Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.
Από τις 7 εισαγγελικές παραγγελίες το 2024 προς το Ιατρείο Ψυχοδικαστικών Εκτιμήσεων, οι έξι αφορούσαν σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, όπως διευκρίνισε η κ. Αθανασοπούλου, η οποία μίλησε για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των ανηλίκων που παραπέμπονται, είτε είναι αναφερόμενα θύματα ή και ανήλικοι θύτες, αναλύοντας πώς μπορεί να αναγνωριστεί ότι ένα παιδί έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, αλλά και τις άμεσες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της στη ζωή του.
Παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τη σεξουαλική κακοποίηση
Η κ. Αθανασοπούλου ανέφερε πως το 1/4 των περιπτώσεων αφορά παιδιά κάτω των 5 ετών, και συχνότερα μικρά παιδιά με αιχμή την ηλικία των 7-13 ετών. Οι έφηβοι βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο. Τα περισσότερα θύματα είναι κορίτσια, αν και αγόρια κακοποιούνται σεξουαλικά σε αναλογία 2,5:1. Τα θύματα τείνουν να είναι πιο αδύναμα σε σχέση με τον δράστη. Παιδιά και έφηβοι με ειδικές ανάγκες βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο.
Σε ό,τι αφορά τους θύτες, η κ. Αθανασοπούλου επισήμανε ότι οι περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης δραστών στην παιδική τους ηλικία υπογραμμίζουν την ανάγκη για την αποκάλυψη και θεραπεία, καθώς “η βία μεταβολίζεται από γενιά σε γενιά αν δεν παρεμβληθεί ένας θεραπευτικός φραγμός”.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι 9 στις 10 περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης έχουν άνδρες δράστες. Όσον αφορά το ψυχολογικό προφίλ των δραστών, πρόκειται για ετερογενή ομάδα ως προς τα προσωπικά, κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά. Δύο βασικές πλευρές της επιθυμίας τους αφορούν τη σεξουαλική ευχαρίστηση και επικράτηση ισχύος, ενώ η παιδοφιλία αποτελεί ισχυρό κίνητρο. Παρατηρείται ακόμη έναρξη των κακοποιητικών δραστηριοτήτων των δραστών στην εφηβεία, με τον μέσο όρο ηλικίας των ανήλικων δραστών να είναι τα 14 έτη.
Στα οικογενειακά χαρακτηριστικά, καθοριστικός παράγοντας κινδύνου φαίνεται να είναι η απουσία υποστηρικτικής και προστατευτικής σχέσης ανάμεσα στον μη κακοποιητικό γονέα και το παιδί, όπως και η απουσία ενός ή και των δύο γονέων, η παρουσία πατριού στο σπίτι, διαταραχές των γονέων, χρήση ουσιών από τους γονείς, κακή συζυγική σχέση με σοβαρές συγκρούσεις, τιμωρητικός τρόπος ανατροφής των παιδιών, παρουσία κακοποιημένων αδελφών, και πολυπληθές σπίτι με οικονομικές δυσκολίες όπου υπάρχει λίγος έως καθόλου ιδιωτικός χώρος.
Οι βασικές ενδείξεις σεξουαλικής κακοποίησης ενός παιδιού
Οι σωματικές ενδείξεις σεξουαλικής κακοποίησης ενός παιδιού περιλαμβάνουν μελανιές, αμυχές, δαγκωματιές, τραυματισμούς στη γεννητική περιοχή, κνησμό, πόνο, ανεξήγητη αιμορραγία γεννητικών οργάνων, και μυστικοπάθεια σχετικά με την ταυτότητα του πατέρα.
Η κ. Αθανασοπούλου διευκρίνισε ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν υπάρχουν αντικειμενικά ευρήματα από την ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη. Υπογράμμισε ότι η αρνητική ιατροδικαστική διερεύνηση δεν αποκλείει κατά κανέναν τρόπο τη σεξουαλική παραβίαση ενός ανηλίκου, καθώς μέχρι σήμερα δεν υφίστανται παθογνωμονικά εργαλεία δοκιμασίας ή τεστ εργαστηριακά που να καταδεικνύουν με βεβαιότητα το ιστορικό παραβίασης ή μη ενός ανηλίκου.
Γενικότερα, οι άμεσες επιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης περιλαμβάνουν αγχώδη συμπτωματολογία, φοβικές αντιδράσεις και μετατραυματική αγχώδη διαταραχή, ενώ οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις συνδέονται με αγχώδεις διαταραχές, χαμηλή αυτοεκτίμηση, χρήση αλκοόλ και ουσιών, και παραβατικότητα.
Η κ. Αθανασοπούλου επισήμανε ότι ο τραυματισμός της σεξουαλικότητας δεν εξαντλείται στις σεξουαλικές σχέσεις. Καθορίζει την συναισθηματική μας αυτονομία σαν άτομα.
Η Ομ. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ, Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, υπογράμμισε τη σημασία της διεπιστημονικής προσέγγισης για την προστασία των παιδιών, τονίζοντας ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό προκειμένου να δούμε κυρίως προτάσεις για αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου.