Ήταν 20 Οκτωβρίου του 1924, όταν το καραβάνι του οριστικού ξεριζωμού ξεκίνησε από το Σιναπλή της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η απόφαση είχε ληφθεί πολύ νωρίτερα και έφθασε η ημέρα της υλοποίησης της. Χίλιοι και παραπάνω νοματαίοι, φόρτωσαν τα ζτράνια τους (υπάρχοντα) στα τριακόσια βοϊδόκαρά τους και πήραν το δρόμο για τη Μητέρα Πατρίδα, την Ελλάδα, και συγκεκριμένα οι λίγοι για την Κιρ Σάρτζα (Μεσσούνη) Κομοτηνής και οι πολλοί για το Καρασούλι (Πολύκαστρο) Κιλκίς.
Πολλές οι προφορικές αφηγήσεις, για την περίοδο αυτή από τους πρωταγωνιστές, λίγα τα γραπτά κείμενα και εκείνα δυστυχώς αδημοσίευτα από τους απογόνους, που πολλοί τα κρατούν επτασφράγιστα μυστικά. Ας ακούσουμε τί αφηγήθηκαν τρεις απ΄ αυτούς:
Η Ασίμω (Τσίμη) Τατσίδου, χήρα του Βασιλείου, κάτοικος εν ζωή Πολυκάστρου, που γεννήθηκε το 1908 στο Σιναπλή είπε. (Από το βιβλίο, «Ιστορία του Πολυκάστρου», του Δικαίου Φ. Βασιλειάδη)
-Άκσι (άκουσε) πιδούδι μ΄. Θυμούμι που πριν νάρθουμι στου Καρασούλ, στου μακρύ του χουριό τόλεγαν και κουντό χουριό λέγαν τ΄ Μεσσούν (Κομοτηνής), πήγα του Σαββάτου στα μνήματα, που ήταν ψιουά (ψηλά) στα γκάβρα (δένδρα δάσους) κι άναψάμ΄ τα κεριά κι έριχναμ΄ νιαρό σ΄πεθαμένους κι τ΄ Δευτέρα σαμπάλια (Νωρίς το πρωί) ανέφκαμ΄ τα αμάξια, τα μικρά πιδούδια, οι γέροι, οι άρρωστοι, που πρώτα φόρτωσαν τα στράνια μας (μικροπράγματα, ρούχα, κουζινικά κλπ).
Ξικίνσι ούλου του χουριό, μόνο απόμναν μερικές οικογένειες, που ήρθαν του κατόπ΄ τ΄ν άνοιξη, τ΄ν Πασχαλιά, τουν άου (άλλου) του χρόνου.
Οι γειτόνσεις μας οι Βουλγάρες μας αποχαιρέτσαν και γω τότε μικρό κουρτσούδ, 14 χρόνων, άκσα ότι θα ένει (γίνει) ανταλλαγή.
Η πάππους η Ζάντηνης (Νίκος Γκαντίδης), που ήταν Δήμαρχος στου Σιναπλή, πάει σ΄ν Ελλάδα, μαζί μι άλλ(ους) κι είδαν τουν τόπου που θα μείνουμι, το λεν Καρασούλ κι είνι καός αυτός η τόπους, αμά έχει ένα τρανό κουσούρ, έχ΄ πουλί αέρα, τουν λεν΄ Βαρντάρ.
Ο παππούς Ηλίας Τόρτουρας (Ιβανούδης) που γεννήθηκε στο Σιναπλή το 1883, κάτοικος εν ζωή Μεσσούνης Κομοτηνής, είπε μεταξύ άλλων, σαν παραμύθι. (Από το βιβλίο του Τάσου Γιοβανούδη, «Σελίδες Ιστορίας-100 Χρόνια πορείας στις μνήμες από το Σιναπλή και τη ζωή στη Μεσσούνη» Εκδόσεις, Παρατηρητής Θράκης)
Ήδη όλοι είχαμε το μυαλό μας στην Ελλάδα, που τα σύνορά της χαράχτηκαν πολύ κοντά μας, στο Μουσταφά Πασά (Σβίλιγκραντ) και την Ανδριανούπολη. Δυστυχώς εμάς μας άφησαν απέξω.
Η απόφαση ήταν οριστική, ζωή εδώ δεν γίνεται, θα φύγουμε ομαδικά για την Ελλάδα, αφού μας δόθηκε η ευκαιρία, με τις προϋποθέσεις της συνθήκης του Νιεγή.
Οι αρχηγοί των οικογενειών, το Δεκέμβριο του 1923, δήλωσαν στην Επιτροπή Ανταλλαγής των Εγγυητών, ότι είναι Έλληνες και επιθυμούν να φύγουν ειρηνικά για την Ελλάδα, ……………..
Η προετοιμασία μεγάλη, η δυνατότητα μεταφοράς με το βοϊδόκαρο μικρή, γιαυτό ελάχιστα, μοναχά τα απαραίτητα πράγματα, πήραμε μαζί μας………………..
Από μέρες, κάναμε τρισάγιο στα μνήματα. Μόνο οι πεθαμένοι έμειναν, να περιμένουν την επιστροφή μας, πράγμα που δεν αξιωθήκαμε να κάνουμε.
Η καμπάνα, από το ψηλό καμπαναριό, χτύπησε νωρίς το πρωί και τα κάρα μπήκαν σιγά σιγά στη σειρά. Τα σόγια δίπλα δίπλα, για αλληλοβοήθειες.
Τελευταία βγήκε από το σπίτι η μάνα μου, κρατούσε στην αγκαλιά της τον μπόζαβο (καφετί) το γάτο μας, που και αυτός ημέρεψε, για να μας ακολουθήσει. Κατάλαβε ότι θα έμενε μόνος του και τον κυρίεψε ο φόβος. Η μπάμπω σας, έπιασε τα βόδια από μπροστά, η Πρόκη κάθισε πάνω στο κάρο με τη φκέντα στο χέρι, ο Χρήστος κατέβηκε από το κάρο και κάθισε στην ουρά του, μικρός ήταν, νόμιζε ότι και η σημερινή ετοιμασία ήταν για το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας. Οι δυο μας αγελάδες και τα βουβάλια, δεμένα πίσω από το κάρο και εγώ έβγαλα από το μαντρί τα πρόβατα. Κοντά μου τα σκυλιά, ο Αράπης και ο Μπιάλιος, πιστοί μου σύντροφοι και φίλοι όλα αυτά τα χρόνια.
Άιντε πααίνουμι, είπε η μάνα μου και το καραβάνι μας άρχισε να κινείται…………………..
Το ταξίδι μας κράτησε δέκα τέσσερις μέρες. Περάσαμε από τις Καρυές, την Αγία Τριάδα, ……………. το Δεδέαγατς, τη Γκιουμουλτζίνα και φθάσαμε στη Σάρτζα, τη Μεσσούνη. Εδώ μείναμε για εγκατάσταση, καμιά πενηνταριά οικογένειες, διακόσιοι νοματαίοι,
Οι άλλοι συνέχισαν για τη Σαλονίκη και από εκεί για το Καρασούλι.
Η εγκατάσταση και η αποκατάστασή μας, στην Κιρσάρτζα, έγινε σχετικά ομαλά. Βρήκαμε κάτι παλιόσπιτα και αποθήκες να σκεπάσουμε το κεφάλι μας………….
Ήλθε μια μικρή βοήθεια από το κράτος και άρχισε η σπορά των σπόρων που φέραμε. Η φύτρα των σπόρων αυτών ρίζωσε και τις καρδιές μας, μια νέα ζωή ξεδιπλωνόταν μπροστά μας.
Στο ίδιο βιβλίο του Τάσου Γιοβανούδη, ο Νικόλας Παρασκευούδης, που γεννήθηκε στο Σιναπλή της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1882, κάτοικος εν ζωή Μεσσούνης, θυμάται τους μάγκες ψαράδες, που μυρίστηκαν ψητό, να τους πλησιάζουν και να προτείνουν δήθεν συνεταιριλίκι-συνεργασία, όταν το καραβάνι των Σιναπλιωτών, κατασκήνωσε να ξεκουραστεί στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη),:
-Πήγαμι ικεί που σταλίζν οι βάρκις κι οι ψαράδες μας είπαν: Βάλτι ισείς σ΄παράδις που έχτει, πουλίστι τα πρόατά σας, να σας βάλουμι συνετέροι σ΄βάρκις μας.
Iμείς όμως σ΄κοίταξάμι κ΄εύκαμι. Τί δλιά είχαμι μι σ΄βάρκεις, να πάμι να πνιχτούμι;.
Έτσι απέφυγαν τους μάγκες του λιμανιού και άλλες κακοτοπιές που παρουσιάσθηκαν στο δρόμο τους και με κρυμμένες τις λίγες οικονομίες τους συνέχισαν για τον τελικό τους προορισμό.
Ύστερα από πολυήμερο ταξίδι, 56 οικογένειες, 66 οικογενειακές μερίδες, 215 ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, (103 άνδρες και 112 γυναίκες), εγκαταστάθηκαν στην Κυρ Σάρτζα (Μεσσούνη) Κομοτηνής, στα σπίτια των Βουλγάρων, που και εκείνοι συγχρόνως ακολούθησαν το αντίθετο δρομολόγιο, Κιρ Σάρτζα-Σιναπλή. Η μεγαλύτερη σε ηλικία ήταν ή Καρακατστούδα Στάμου γεν. το 1846 και το ζεύγος Τατσίδης Στάθης και Μάρω, γεν. το 1847.
Οι υπόλοιποι συνέχισαν το δρόμο τους για το Καρασούλι Θεσσαλονίκης (Πολύκαστρο Κιλκίς). Έφθασαν κατάκοποι, ταλαιπωρημένοι, μετά από ένα μήνα δρόμο και αντάμωσαν με τα μέλη των οικογενειών τους που ταξίδεψαν με το τραίνο, από το σταθμό του Σβίλιγκραντ.
Πίστευαν και ήταν αισιόδοξοι ότι θα τα καταφέρουν στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκαν 240 περίπου οικογένειες, 257 οικογενειακές μερίδες, 766 ψυχές, στο Καρασούλι.
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ήταν, η Θεία του παππού μας Ηλία, Ιωαννίδου Χρυσούλα γεν. 1850 και το Ζεύγος: Μηλικούδης, Δημήτριος γεν. 1852 και Λαμπρινή γεν. 1855
Σημείωση: Τα στοιχεία είναι από τα πρώτα δημοτολόγια που συντάχθηκαν, τόσο στη Μεσσούνη, όσο και στο Πολύκαστρο.
Όπως αναφέρει ο Δικαίος Φ. Βασιλειάδης στο βιβλίο του «Ιστορία του Πολυκάστρου», όταν έφθασαν οι Σιναπλιώτες στο Καρασούλι, ένα τεράστιο πρόβλημα ήταν η στέγασή τους. Οι περισσότερες οικογένειες στην αρχή εγκαταστάθηκαν σε σκηνές, σε άδειες αποθήκες κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό και μερικές συγκατοίκησαν σε σπίτια με Ποντίους και Μικρασιάτες.
Μετά από ένα χρόνο άρχισαν να παραδίδονται, στο βόρειο τμήμα του Πολυκάστρου, τα πρώτα σπίτια του εποικισμού. Σ΄ αυτά, μισοτελειωμένα ακόμη, άρχισαν να στεγάζουν τα όνειρά τους, να στηλώσουν την οικογένεια, μπερεκέτ είπαν, έβαλαν το κεφάλι τους κάτω από κεραμίδι, για τα άλλα έχει ο Θεός.
Οι Σιναπλιώτες ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, με μεγάλη θέληση και φροντίδα για την οικογένεια, φιλήσυχοι, νοικοκυραίοι, πολύ εργατικοί, με ωραίες φορεσιές, κυρίως οι γυναικείες τους.
Μετέφεραν μαζί τους, πέρα από τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία τους και το δικό τους τεράστιο άυλο πολιτισμό παραδόσεων, που με τα χρόνια ενσωματώθηκε με τους υπόλοιπους τοπικούς Ελληνικούς πολιτισμούς.
Πριν τον οριστικό εκπατρισμό του 1924, είχαν προηγηθεί άλλα δυο μικρότερα, πολύ επώδυνα όμως προσφυγικά κύματα Σιναπλιωτών προς την Ελλάδα.
Το πρώτο, μετά τα γεγονότα της Αγχιάλου που άρχισε το 1906. Βρέθηκαν στη Σκόπελο, στον Πειραιά και από εκεί στο λιμάνι του Βόλου, να περιπλανιόνται στη Θεσσαλία, πένητες, οι χθεσινοί νοικοκυραίοι.
Στα Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, ημερομηνία 5-12-1908, σε επερώτηση αναφέρει:
«Αίτησις προσφύγων εκ Σιναπλή της Ανατολικής Ρωμυλίας, παρακαλούντων όπως ψηφισθεί πίστωσις εκ 250.000 δρχ, προς αγοράν του ιδιοκτήτου χωρίου, Σούπι της επαρχίας Καρδίτσης, ίνα εγκατασταθώσει εν αυτώ».
Τελικά, κόνεψαν, μετά από τεράστιες ταλαιπωρίες, μαζί με άλλους ανατολικορουμελιώτες, στο Άμαρλαρ (Κοιλάδα), στο Χασάμπαλη (Πολύκαμπτος), στην Τσούξιανη (Δήμητρα), απ΄ όπου αργότερα έφυγαν λόγω της ελονοσίας, για τη Σίνδο Θεσσαλονίκης, στις Καρυές, στο Άκ Σαράι, στο συνοικισμό Φιλιππούπολη της Λάρισας, στην Ευξεινούπολη Βόλου, πιθανόν μεμονωμένοι και σε άλλα χωριά της Θεσσαλίας.
Το δεύτερο προσφυγικό κύμα, που ήταν μερικές οικογένειες, έγινε μετά το 1913 και κυρίως μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου το 1914. Βρέθηκαν οι περισσότεροι με τους συγγενείς τους στη Θεσσαλία, στο Πέτερσκο (Πέτρες) Αμυνταίου, Κιόσελερ (Αντίγονο) Πτολεμαΐδας και μερικοί έφυγαν για το εξωτερικό.
Σε αναφορά τους οι Σιναπλιώτες τον Ιούνιο του 1920 προς τον Έλληνα πρέσβη της Σόφιας, σημειώνουν:
254 οικογένειαι, από το Συναπλή, ανυπομόνως ζητούσιν την εκ Βουλγαρίας μετανάστευσιν εις γην Ελληνικήν.
Η αναφορά μας σήμερα, 20 Οκτωβρίου 2024, 100 χρόνια από την οριστική μετοικεσία, ας είναι μνημόσυνο στο σύνολο των προγόνων μας, παππούδων, γιαγιάδων, προπαππούδων, προγιαγιάδων, πατεράδων και μανάδων, που δεν λογάριασαν τη βόλεψή τους, αλλά υπάκουσαν στην Ελληνική ψυχή τους. Κλείνουμε το γόνυ ευλαβικά στη μνήμη τους, ανάβοντας αγιοκέρι και θυμίαμα ορθοδοξίας, δόξας και τιμής. Δεν τους λησμονούμε, τους τιμούμε, τους ευχαριστούμε, τους ευγνωμονούμε, που αποφάσισαν και ήλθαν στη Μητέρα Πατρίδα την Ελλάδα, όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε πιστοί στις αξίες και τις παραδόσεις τους, μέσα στον ανεπανάληπτο Ελληνικό πολιτισμό.