Αλλά είναι κι ένα μέγεθος περιγραφικό· κάποια στιγμή οι ψήφοι θα μετρηθούν, το αποτέλεσμα θα βγει, κάποιες προβλέψεις θα επαληθευτούν και κάποιες θα διαψευστούν.
Για όσους πιστεύουμε στη δύναμη της πολιτικής να αλλάζει τον κόσμο, πολύ πιο σημαντικό από τις εκάστοτε προβλέψεις είναι το διακύβευμα και το να πείσουμε γι’ αυτό.
Και δεν υπάρχει πιο μεγάλο διακύβευμα για όλους μας από την ίδια τη δημοκρατία στις 5 Νοεμβρίου στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Θα αναρωτηθεί κάποιος, μα πώς μπορούν αυτές οι εκλογές να είναι ακόμα τόσο κοντά; Μετά από όσα έχει κάνει ο Τραμπ. Μετά την προσπάθεια που έκανε στις 6 Ιανουαρίου 2021 να σταματήσει την ανακήρυξη του Μπάιντεν ως νόμιμα εκλεγέντα Προέδρου και την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο. Μετά την καταδίκη του για 34 διαφορετικές κακουργηματικές κατηγορίες τον περασμένο Ιούνιο. Μετά από μια Αμερική την οποία άφησε ακυβέρνητη στο μέσον μιας καταστροφικής πανδημίας το 2020. Μετά από το ένα μετά το άλλο τερατώδες ψέμα που εκστομίζει κατά όποιου αντιλαμβάνεται ως πολιτικού αντιπάλου. Ο λογαριασμός είναι ανεξάντλητος.
Μπορεί γιατί κατά τη γνώμη μου βασίζεται στο πιο αρχέγονο ένστικτο κι ένα από τα πιο ταπεινά όπλα της πολιτικής: τον φόβο. Τον φόβο κατά του άλλου. Του μετανάστη. Του φυλετικά διαφορετικού. Του σεξουαλικά διαφορετικού. Του πολιτικού αντιπάλου. Τον φόβο της αλλαγής ενός κόσμου που είναι για πολλούς κιβωτός: του συλλογικού και οικογενειακού μας παρελθόντος. Επισείει με τρομερή πειστικότητα τον κίνδυνο πως «μας παίρνουν τη χώρα». Όπως οι εμπνευστές του Brexit ζητούσαν να πάρουν «ξανά τον έλεγχο» (take back control) από κάποιους απροσδιόριστους εχθρούς. Αυτοί οι άλλοι, οι διαφορετικοί, οι αντίπαλοι απειλούν να πάρουν την ταυτότητά μας, το παρελθόν μας, αυτό που είμαστε. Τι πιο υπαρξιακός φόβος απ’ αυτόν μπορεί να υπάρξει;
Τι αντιτάσσει, λοιπόν, κανείς απέναντι σε αυτό τον φόβο που προσπαθεί να μετατρέψει τους ανθρώπους σε θηρία; Πρέπει να αντιτάξει όχι τα χειρότερα, αλλά τα καλύτερα μας ένστικτα. Την πίστη ότι η πολιτική μπορεί να αλλάξει τις ζωές όλων μας και κυρίως των πιο αδύναμων. Την αλήθεια ότι στις σύγχρονες κοινωνίες μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς φόβο και χωρίς εξουσίαση. Ότι υπάρχει περιθώριο για να έχει ο καθένας μας έναν χώρο να ζει την ζωή του όπως επιθυμεί, χωρίς τον φόβο της κρατικής ή οποιασδήποτε ιδιωτικής εξουσίας. Την ατομική και συλλογική αυτοπεποίθηση ότι το μέλλον μπορεί να είναι καλύτερο απ’ το παρελθόν-άρα δεν χρειάζεται να αγκυρωθούμε απεγνωσμένα στο τελευταίο. Την πίστη ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία έχουμε όλοι κάποια βασική αξία που είναι ίση. Μια στάση πολιτεύεσθαι που θα βλέπει τους πολιτικούς μας όχι ως κλόουν, πρόσκαιρα οχήματα εκτόνωσης του θυμού ή της απογοήτευσής που νιώθουμε, αλλά παραδείγματα για τις αξίες που πραγματικά θέλουμε να μεταδίδουμε στα παιδιά μας. Κι όλα αυτά με κατανόηση για τον φόβο, δίχως καμία διάθεση επιβολής.
Θέλω να γράψω κάτι ακόμα. Στο εξαιρετικό βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» οι καθηγητές του Harvard Daniel Ziblatt και Steven Levitsky διατυπώνουν την άποψη ότι σήμερα οι δημοκρατίες μας κινδυνεύουν να πεθάνουν «λιγότερο στα χέρια ανθρώπων με όπλα και περισσότερο στα χέρια εκλεγμένων ηγετών». Συζητούν πολλά παραδείγματα διάβρωσης και τελικής κατάρρευσης σύγχρονων δημοκρατιών, προσπαθώντας να εντοπίσουν τα κοινά χαρακτηριστικά σε αυτές τις πορείες. Μία απ’ τις παραμέτρους που αναδεικνύουν και που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση είναι η ευθύνη των πολιτικών κομμάτων για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Τα κόμματα, γράφουν, έχουν ευθύνη να αποτρέπουν την άνοδο στην ηγεσία τους, και τελικά στην εξουσία, αυταρχικών ηγετών και ιδεών, λειτουργώντας ως κιγκλιδώματα (guardrails). Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των ΗΠΑ, το κόμμα του Λίνκολν απέτυχε παταγωδώς σε αυτό το ρόλο. Και όχι απλώς απέτυχε, αλλά έχει καταλήξει, με την υποταγή του συνόλου σχεδόν των στελεχών του στον Τραμπ για λόγους εκλογικής επιβίωσης των μελών τους, να είναι ένα όχημα ιδεολογικά διαθέσιμο σε όποιον θέλει να αμφισβητήσει τις πιο θεμελιώδεις συνθήκες της αμερικανικής δημοκρατίας. Αυτό ας το θυμόμαστε· η δημοκρατία είναι τόσο ισχυρή αλλά και τόσο εύθραυστη όσο διατεθειμένα είναι τα κόμματα να την υπερασπιστούν.
Αν ο Τραμπ κερδίσει απειλεί ακριβώς αυτά τα πιο θεμελιώδη στοιχεία της δημοκρατίας και μιας δίκαιης συμβίωσης: τη δυνατότητα της πλειοψηφίας να επιλέγει με ελεύθερες εκλογές την ηγεσία της χωρίς να απειλείται από τη μειοψηφία που χάνει. Την αξίωση των πολιτών που η αγορά τους αφήνει πίσω να έχουν μερίδιο από τα κέρδη της συλλογικής συνεργασίας μέσω του κοινωνικού κράτους. Μέσα από δημόσια υγεία, καλά σχολεία, γονικές άδειες, πολιτικές που βοηθούν τους νέους γονείς. Απειλεί, μέσω της αδιαφορίας για την τύχη της Ουκρανίας, την αρχή, που αφορά ιδίως την Ελλάδα, πως αναθεωρητικές χώρες του κόσμου μας δεν μπορούν να εισβάλλουν με το «έτσι θέλω» σε γειτονικά κράτη και να προβαίνουν σε θηριωδίες. Απειλεί την πίστη στην ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διαφορών και τη μη σφαγή αμάχων στο πλαίσιο μιας τυφλής εκδικητικότητας. Τη μη στοχοποίηση κανενός «άλλου» επειδή είναι μαύρος, ομοφυλόφιλος, έχει άλλες πεποιθήσεις, φορά άλλα ρούχα, ακούει άλλη μουσική, διαφοροποιείται απ’ αυτό που συνηθίζουμε. Την πίστη ότι οι κοινωνίες μας μπορούν να είναι ανοιχτές, δίκαιες και να ευημερούν, χωρίς να κλείνονται, να στοχοποιούν, να κοιτούν πίσω. Όπως λέει η Κάμαλα Χάρις, we are not going back.
Η Liz Cheney ήταν πριν τις εκλογές του 2020 το νο3 στην ιεραρχία των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Είχε μία σίγουρη διά βίου έδρα στο απολύτως κόκκινο Wyoming. Αν σιωπούσε σαν τους συναδέλφους απέναντι στον Τραμπ της πιθανόν να την περίμενε στο μέλλον η προεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ίσως αν ήταν τυχερή η Αντιπροεδρία και, γιατί όχι, κι η Προεδρία. Μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο τα άφησε όλα αυτά, εγκατέλειψε το κόμμα της, γιατί πίστεψε ότι το να μην εκλεγεί ξανά ο Τραμπ ήταν πιο σημαντικό από οποιαδήποτε διαφορά πολιτικής είχε με τους Δημοκρατικούς. Είπε ότι είχε επισκεφτεί χώρες με δικτατορία ή με ασθενική δημοκρατία και ότι η εισβολή στο Καπιτώλιο της θύμισε όλα όσα είχε δει αλλού. Πριν λίγες εβδομάδες είπε στις εκλογές του Νοεμβρίου ότι θα ψηφίσει για πρώτη φορά στη ζωή της Δημοκρατικούς και την Κάμαλα Χάρις και την προηγούμενη εβδομάδα περιόδευσε μαζί της.
Αυτό είναι για εκείνη το διακύβευμα, τα stakes των εκλογών στις ΗΠΑ. Όποιες κι αν είναι οι πιθανότητες.
*Η φράση ανήκει στον καθηγητή δημοσιογραφίας Jay Rosen, ο οποίος με αυτήν κάλεσε τα αμερικανικά ΜΜΕ να μην καλύψουν την αναμέτρηση του 2024 ως μία ακόμη εκλογική αναμέτρηση, επικεντρωνόμενα στο δημοσιογραφικό σασπένς του ποιος κερδίζει και ποιος χάνει σαν έναν αγώνα δρόμου, αλλά στην πραγματική σημασία μιας αναμέτρησης στην οποία η ίδια η αμερικανική δημοκρατία είναι πάνω στο ψηφοδέλτιο.