Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2024, 5:06:38 πμ
Τετάρτη, 08 Μαϊος 2019 19:20

Μάκης Ιωσηφίδης: cΟΟΟ…ΠΑΟΚΑΡΑ…

‘’…οοο… παοκάρα…έχω τρέλα…μες στο μυαλόοοο…


όπου και να παίζεις πάντα θα σ’ ακολουθώ
για σένα θα πεθάνω και για σένα μόνο ζω,
οοο… παοκάρα…’’
Κυριακή βράδυ 21 του Απρίλη και σε βλέπω ρε Μίμη, εκεί στην άκρη της οθόνης της τηλεόρασης να τραγουδάς τον ύμνο της ομαδάρας σου που κέρδισε στον αγώνα και πήρε το πρωτάθλημα μετά από 34 χρόνια. Σε βλέπω στον Λευκό Πύργο με το κουτάκι της μπύρας στο χέρι και το τσιγάρο στο στόμα, να περιμένεις το ανοιχτό λεωφορείο που θα φέρει τα ινδάλματά σου για να τα αποθεώσεις.
Πενηντάρης, σακατεμένος από τα τριάντα χρόνια δουλειάς στην οικοδομή δεν έχεις άλλη χαρά στη ζωή σου παρά μόνο την παοκάρα. Αν σε αναποδογυρίσει κανείς, ζήτημα αν θα πέσουν από την τσέπη σου έξι-εφτά ευρώ που τα κρατάς πεισματικά για τις τελευταίες μπύρες κι ένα ακόμα πακέτο από τα φτηνά τσιγάρα που πουλάνε οι ‘’σκούροι’’ κάπου στην νέα παραλία.
Δεν είδες ζωντανά τον αγώνα. Πού λεφτά για εισιτήριο. Τη βόλεψες με την γιγαντοοοθόνη του Λευκού Πύργου και την έβγαλες κούτρα. Το ματς έληξε κι εσύ τραγουδάς και χοροπηδάς παρέα με τους άλλους εξίσου άφραγκους οπαδούς.
Τέλειωσες με το ζόρι το δημοτικό και τα παράτησες. Παντρεύτηκες, απέκτησες δυο παιδιά και τώρα τρία στόματα περιμένουν από σένα. Η οικοδομή πέθανε και τα μεροκάματα μετρημένα. Η μόρφωση που πήρες δεν σου επιτρέπει να μπορείς να απολαύσεις τις μεγάλες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος μέσα στους αιώνες. Δεν μπορείς-χωρίς να φταις- να απολαύσεις την ποίηση, τη λογοτεχνία, το θέατρο, τον καλό κινηματογράφο, τα εικαστικά, την καλή μουσική…Τι μένει λοιπόν για σένα; Η παοκάρα και μόνο η παοκάρα, παρηγοριά στην φτωχή σου ύπαρξη.
Α ρε φουκαρά Μίμη. Αν ήξερες πόσοι επιτήδειοι επενδύουν στην άδολη αγάπη σου για την ομάδα σου. Πολιτικοί, πολιτικάντηδες, καλλιτέχνες, τυχοδιώκτες και δεν συμμαζεύεται, χτίζουν περιουσίες και καριέρες πάνω στην πλάτη σου. Σου πουλάν παοκτσιδιλίκι κι εσύ μασάς. Γίνεσαι χωρίς να το ξέρεις η ζωντανή μαγιά για να τα κονομήσουν στην πλάτη σου. Μεγαλοβιομήχανοι κι εφοπλιστές σου πουλάν κι αυτοί παοκτσιδιλίκι για να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και να έχουν έναν οπαδικό στρατό για να τους προστατεύσει όταν γίνει η ‘’στραβή’’ και αποκαλυφθούν οι ανομίες τους. ‘’Κάτω τα χέρια από τον πρόεδρο’’ θα φωνάζεις, ‘’στο πρόσωπό του χτυπούν την ομάδα μας’’ θα λες και δυστυχώς, θα το πιστεύεις ρε Μίμη.
Και φτάνει το ανοιχτό λεωφορείο με τους ποδοσφαιριστές της ομαδάρας σου. Μπροστά ο δισεκατομμυριούχος πρόεδρος. Πίσω οι εκατομμυριούχοι ποδοσφαιριστές. Άνθρωποι που κλωτσώντας ένα φουσκωμένο πετσί εξασφάλισαν οικονομικά τον εαυτό τους τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους. Κι εσύ, ταλαίπωρε Μίμη αγανακτείς που ο πρόεδρος δεν δίνει το ενάμισι εκατομμύριο ευρώ το χρόνο στον σέντερ μπακ για το νέο του συμβόλαιο. Εσύ που αν σε αναποδογυρίσουν δεν θα πέσουν παρά έξι-εφτά ευρώ από την τσέπη σου.
‘’οοο…παοκάρα…’’
Δεν φταις ρε Μίμη. Σε βλέπω μέσα στους αιώνες να κουβαλάς στην πλάτη σου βασιλιάδες, αυτοκράτορες, πατριάρχες, μεγαλοπαπάδες, αξιωματούχους, αυλικούς, στρατηγούς και ναύαρχους κι όλοι αυτοί να τρώνε τα φιλέτα κι εσένα να σου πετούν ένα κόκαλο που το λένε ‘’άρτον και θεάματα’’. Σε βλέπω στο Βυζάντιο να μαλώνεις εσύ ο ‘’πράσινος’’ με τους ‘’Βένετους’’ στον ιππόδρομο της Πόλης και όταν ξυπνάς να ενώνεσαι με τους αντιπάλους σου αλλά το κόλπο της εξουσίας διαχρονικό και σίγουρο. Διαίρει και βασίλευε. Σε βλέπω ρε Μίμη μέσα στους αιώνες να γίνεσαι η πρώτη ύλη πάνω στην οποία πατάνε οι εκάστοτε τυχοδιώκτες της ιστορίας εκμεταλλευόμενοι την άδολη αγάπη σου σε σύμβολα, σε ομάδες, σε δόγματα που οι ίδιοι δημιούργησαν για να σε χειραγωγούν.
Χαίρεσαι ρε Μίμη που αυτό που λατρεύεις και λέγεται ΠΑΟΚ το λατρεύουν και μεγαλόσχημοι με βαρύγδουπα ονόματα από το χώρο της πολιτικής, του ντόπιου κεφαλαίου, της καλλιτεχνίας και δεν συμμαζεύεται…και το καλοκαίρι που έρχεται, όλοι αυτοί θα απολαμβάνουν τα μπάνια τους σε ιν παραλίες, σε εξάστερα ξενοδοχεία με τα τζακούζι τους και με τα γούστα τους κι εσύ φουκαρά να ανεβοκατεβάζεις τούβλα στο νεόχτιστο και να περιμένεις το σαββατοκύριακο για να πας την οικογένεια για μια βουτιά στην Περαία, στην Επανομή, άντε το πολύ στην Καλλικράτεια.
Και θάρθει το φθινόπωρο και εκεί, στην θύρα 4 με τα φθηνά εισιτήρια ξαναβλέπω εσένα που αν σε αναποδογυρίσουν δεν θα πέσουν παρά έξι-εφτά ευρώ από την τσέπη σου, να ξελαρυγγίζεσαι αντάμα με τους άφραγκους φίλους σου.
‘’οοο…παοκάρα…’’

(Το κείμενο αυτό αφιερώνεται σε σένα αγνέ και άδολε Μίμη παοκτσή, σε σένα Βάγγο γαύρε, σε σένα Ευθύμη βάζελε, σε σένα Ιάκωβε χανούμι, σε σένα Στέλιο αρειανέ και … σε μένα την αθεράπευτη γρια)