ΑΦΗΓΗΣΗ
Του Τούρκου Ανταλλάξιμου
Αλή Ερέν (Ali Eren)
Όσο δύσκολο είναι να ακούς τις πονεμένες ιστορίες δύο ξένων οικογενειών που συναντήθηκαν σε ένα σπίτι, άλλο τόσο δύσκολο είναι να τις γράψεις. Εκείνο το σπίτι για την μια οικογένεια ήταν το κάστρο εκτός πατρίδος. Για την άλλη όμως οικογένεια ήτανε το κάστρο της νέας πατρίδος. Ο μάρτυς εκείνης της μεγάλης συνάντησης, αφηγούμενος τα όσα έζησε σε κείνο το σπίτι, ο άντρας εκείνος που γεννήθηκα σε κείνο το σπίτι, ο παλιός ιδιοκτήτης του σπιτιού, ήτανε συγκινημένος σαν μια γυναικούλα.
Κι αυτός ο μάρτυρας, ήτανε ο Αλή Ερέν που γεννήθηκε το 1919 στο χωριό Σεβιντικλί (Επτάλοφος) Ν. Κιλκίς.
Το έτος 1924 αποχαιρετώντας τα χώματα που γεννήθηκε και μεγάλωσε ύστερα από ένα δύσκολο θαλασσινό ταξίδι ήρθε στην Τούζλα, στη νέα πατρίδα. Εξηγώντας ο Ερέν εκείνες τις μέρες κάπου κάπου συγκινείται βαθειά.
Ο Αλή Ερέν, άνοιξε την πρώτη παράγραφΟ της μαρτυρίας του, αφηγούμενος τα όσα θυμάται από αυτά που έζησε στο Σεβιντικλί.
- «Ήμασταν μία οικογένεια τριών ατόμων. Ο πατέρας Μπαϋραμ Ερέν, πάρα τη μόρφωση του δεν έκανε το δάσκαλο, αλλά ήτανε εισπράκτορας του φόρου δεκάτης. Δηλαδή μάζευε φόρους από τα χωριά.
Μέσα σ’ ένα μεγάλο κήπο είχαμε ένα διώροφο σπίτι που στον πρώτο όροφο ανεβαίναμε με 10 - 12 σκαλοπάτια. Πάνω είχαμε τρία δωμάτια και στο κάτω είχαμε το αμπάρι. Τις ανάγκες της οικογένειας μας τις καλύπταμε με την γεωργία. Χρησιμοποιούσαμε γι’ αυτές τις δουλειές και εργάτες. Θεωρούμασταν από τις πλούσιες οικογένειες του Σεβιντικλί.
Το χωριό μας αποτελείτο από 150 οικογένειες. Στην περιοχή ήτανε άλλα 13 - 14 χωριά. Αυτά τα χωριά ήτανε μικρά το ένα κοντά στο άλλο. Επειδή το χωριό μας ήτανε λίγο μεγαλύτερο, είχε Σταθμό Χωροφυλακής. Στην Υπηρεσία ήτανε μόνο Έλληνες χωροφύλακες. Όμως στο χωριό δεν υπήρχαν καθόλου Έλληνες.
Θυμάμαι ότι η νεολαία του χωριού, είχε πολύ μεράκι για την πάλη. Στους γάμους γινότανε αγώνες πάλης ή ιπποδρομίες. Από τα δύο τζαμιά του χωριού, το ένα ήτανε το τζαμί της Παρασκευής. Σ’ αυτό το τζαμί ερχότανε να προσευχηθούν πολλοί πιστοί από τα γύρω χωριά - για την προσευχή της Παρασκευής.
Με τους Έλληνες που ερχόταν στο χωριό, γινότανε το εμπόριο. Μεταξύ μας δεν υπήρχε καμία κακία. Εκείνο τον καιρό υπήρχαν στο Σεβιντικλί (Επτάλοφο) και Αλβανοί που πουλούσανε χαλβά. Για τις δοσοληψίες, δεν χρησιμοποιούσαν χρήματα γινόταν συμψηφισμός με είδη. Για παράδειγμα, όταν ερχότανε ο χαλβατζής στο χωριό, η μάννα μου, μου έδινε στο χέρι καπνό και πλήρωνα μ’ αυτό. Ο χαλβατζής έπαιρνε τον καπνό και μου έδινε χαλβά του ιδίου βάρους.
Οι χαρούμενες παιδικές μέρες του Ερέν σκοτεινιάστηκαν όταν μια μέρα φτάσανε στο χωριό ξένοι. Τότε και αυτός και η οικογένεια του κατάλαβαν ότι δεν ήταν δυνατόν πλέον να μείνουν σ’ αυτά τα χώματα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Οι ξένοι που είδε ο Αλή στο χωριό του, ήταν Έλληνες που είχανε έρθει από την Τουρκία.
Στο Σεβικλί (Επτάλοφος) είχανε έρθει Έλληνες από την Χαϋράμπολου (Χαριούπολη) του Νομού Τεκιρνταγ (Ραιδεστός) και τον Εύξεινο Πόντο. Όταν ήρθαν εκείνοι, εμάς μας βγάλανε από τα σπίτια μας. Τα πράγματα μας τα βάλαμε στα σπίτια των γειτόνων μας. Κάποιο διάστημα μείναμε με τους Έλληνες στο ίδιο σπίτι. Τα μισά χωράφια μας, τα μισά αποθηκευμένα σιτάρια μας, τα μισά ζώα μας δόθηκαν σ’ αυτούς τους πρόσφυγες, από μια Επιτροπή που ήρθε στο χωριό μας. Όλοι μιλούσαν Τούρκικα.
Οι πρόσφυγες που ήρθαν από την Χαριούπολη ήτανε πολύ καλοί. Συμβούλεψαν τους γέροντες Τούρκους να επιλέξουν την Χαριούπολη όταν πάνε στην Τουρκία. Για το λόγο αυτό, όλοι οι δικοί μας στην Αίτηση Ανταλλαγής, ως τόπο εγκατάστασης δήλωσαν το Νομό Ραιδεστού. Δυστυχώς όμως δεν πήγαν έτσι τα πράγματα.
Κάποια μέρα χαιρετώντας τα μέρη που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, εξ αιτίας του ερχομού μας στην πατρίδα, χωριστήκαμε από το Σεβιντικλί.
Κατεβήκαμε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με αλογόκαρα που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες. Οι λοιποί βγήκαν στο δρόμο με βοδόκαρα.
Βγαίνοντας στο δρόμο από το Σεβεντικλί οι δικοί μας χαιρότανε επειδή λέγανε ότι τώρα πια δεν θα τους ενοχλεί κανείς. Ο πατέρας μου παρήγγειλε ένα μεγάλο μπαούλο και το γέμισε με όλα τα κουζινικά μας είδη. Πήραμε μαζί μας στρώματα και παπλώματα. Επίσης ο πατέρας μου και η μάννα μου κατόρθωσαν και πήραν μαζί τους και κάποια χρυσά νομίσματα.
Όταν οι Καβαλιώτες ήρθαν εδώ έφεραν μαζί τους και τα ζώα τους, αλλά εμείς ούτε τους εαυτούς μας μπορέσαμε καλά καλά να φέρουμε.
Στη Σαλονίκη μείναμε περίπου 10 - 15 ημέρες σε νοικιασμένο σπίτι. Περιμέναμε τον ερχομό του πλοίου. Το πλοίο ήταν κατάφορτο. Δεν είχε μέρος να κάνεις βήμα. Με τον ίδιο πλοίο ήρθαν ο παππούς μου (Ιμπραήμ Εφέντη, η γιαγιά μου, η μεγάλη μου αδελφή και ο μεγάλος μου αδελφός). Στο πλοίο εκείνοι έμειναν σε δωμάτια, ενώ εμείς ήμασταν στο κατάστρωμα με το Λαό.
Το πλοίο έριξε άγκυρα ανοιχτά της Τούζλας. Εμάς μας πήραν με τις σωσίβιες λέμβους και κατ’ ευθείαν μας πήγανε στην καραντίνα. Μας ξέντυσαν και μας έκαναν ένα καλό μπάνιο. Πλύθηκαν επίσης τα ρούχα και τα πράγματα μας. Μετά τα ξαναφορέσαμε καθαρά. Εξ αιτίας αυτής της διαδικασίας, πέθαναν πολλοί γέροι και παιδιά.
Στην καραντίνα μείναμε μάλλον μια βδομάδα. Ύστερα μας εγκατέστησαν στις παράγκες που ήτανε στην περιοχή του Σταθμού. Σ’ αυτό το διάστημα κάποιοι χωριανοί μας είπανε «εδώ στην Τούζλα δεν έχει ξύλα» και μη αρέσοντας τον τόπο φύγανε στα ορεινά χωριά της Γιάλοβα.
Οι μέρες που πέρασε στις παράγκες η τριμελής οικογένεια του Ερέν δεν κράτησαν πολύ. Το κράτος τους έδωσε ένα διώροφο σπίτι από αυτά που εγκατέλειψαν οι Έλληνες.
Η ένταξη της οικογένειας του Ερέν στην Κοινωνία της Τούζλας έγινε κάπως δύσκολα. Ο Αλή Μπέης που έζησε τις δυσκολίες της Ανταλλαγής τόσο στο Σεβιντικλί, όσο και στην Τούζλα, έτσι μας ιστορεί αυτά που έζησε στη νέα του πατρίδα.
-‘Όταν ήρθαμε εδώ, δεν υπήρχαν καθόλου Έλληνες. Οι Έλληνες άφησαν τα σπίτια τους όπως ήτανε και παίρνοντας μαζί τους, ό,τι μπορούσαν να πάρουν, εγκατέλειψαν τα μέρη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Τα πράγματα που έδωσαν εδώ, δεν αξίζανε ούτε το ένα τέταρτο της περιουσίας που αφήσαμε εκεί. Έναντι του σπιτιού μας έδωσαν σπίτι αλλά στο εμβαδόν του οικοπέδου έγιναν αδικίες. Η κυβέρνηση σε κάθε οικογένεια έδωσε από ένα βόδι και ένα αλέτρι. Τους είπε να συνενωθούν με άλλες οικογένειες να σπείρουν και να θερίσουν τα χωράφια.
Εμείς αυτή την προτροπή δεν την αποδεχτήκαμε. Ο πατέρας μου όταν ήρθε εδώ άνοιξε ένα φούρνο, αλλά επειδή τον πείραξε τον μεταβίβασε σ’ έναν άλλο.
Μετά έκανε γεωργία.
Όταν ήρθαμε οι εκκλησίες της Τούζλας υπήρχαν. Το Αγίασμα ήταν απείραχτο, όμοια και το μοναστήρι.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΤΖΑΜΙ
Μετά οι εκκλησίες γκρεμίστηκαν και πήγανε. Κάτω στην παραλία ήταν δύο ταβέρνες και στο Καλέκαπι άλλη μία. Όταν ήρθαμε εμείς, επειδή δεν έφτανε το ένα τζαμί την εκκλησία που ήταν στην οδό Σταθμού την κάναμε τζαμί. Πιάσαμε κι έναν Ιμάμη. Μετά που κάναμε νέο τζαμί, την εκκλησία την πήρε ο στρατός. Και ύστερα από δυο τρία χρόνια έγινε αίθουσα κινηματογράφου. Μετά την γκρέμισαν.
Στην Τούζλα υπήρχε επίσης ένα μεγάλο χαμάμι. Ήτανε έτοιμο να πέσει. Δεν έμοιαζε και πολύ με τα χαμάμ που υπήρχαν σήμερα στην Κωνσταντινούπολη.
Μέσα στο χαμάμ, ο κάθε λουόμενος φαινόταν ότι είχε την δική του θέση. Όταν εμείς ήρθαμε στην Τούζλα, αυτή ήταν πιο όμορφη από το Πεντίκ. Στο Πεντίκ είχε ένα φούρνο, εδώ είχε τρεις. Και οι μπαλήδες ήταν πολλοί εδώ. Μερικά χρόνια μετά ομόρφυνε και το Πέντικ.
Και το πιο συναρπαστικό σημείο του ρεπορτάζ. Η ιστορία της δακρύβρεχτης συνάντησης. Ο Αλή Ερέν εκείνη την συνάντηση με δακρυσμένα μάτια έτσι την ιστορεί.
- ‘Ήτανε πριν 25 χρόνια. Μια μέρα ήρθε από την Ελλάδα μια ομάδα τουριστών. Ζήτησαν να δούνε και το δικό μας σπίτι. Δεχτήκαμε ευπρόσδεκτα τους μισαφήριδες. Επειδή δίστασαν να μπούνε μέσα στο σπίτι, τους δεχτήκαμε στη λιθόστρωτη αυλή. Αλλ’ όμως απ΄ τους φιλοξενούμενους μια γυναίκα είχε γεννηθεί στο σπίτι μας.
Μιλούσαμε τούρκικα. Δεν δέχτηκαν να τους κεράσουμε. Μόνο μας είπανε πως αν υπάρχει νερό από το Αγίασμα, θα θέλανε να πιούνε. Ωστόσο νερό από το Αγίασμα δεν υπήρχε πια. Τους κεράσαμε από το νερό της πόλης.
Η γυναίκα που γεννήθηκε στο σπίτι μας, θέλησε να δει το σπίτι από μέσα. Ο πατέρας της ήτανε ιερέας σε μια από τις εκκλησίες της Τούζλας. Άφησα τη μισαφίρισα να γυρίσει όλο το σπίτι. Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα ενός δωματίου με ρώτησε - «Μπορώ να μπω σ’ αυτό το δωμάτιο;» Και μου ζήτησε την άδεια να μπει. Εκείνο το δωμάτιο ήτανε το δωμάτιο του παπά και δεν επέτρεπε σε κανέναν να μπει. Μόλις η γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο, έκλαψε τότε είπα στη γυναίκα ότι κι εμείς στα δικά σας μέρη αφήσαμε ωραία σπίτια και τη ρώτησα γιατί κλαίει. Στην πραγματικότητα κι εγώ είχα συγκινηθεί πολύ.
Η αληθινή ιδιοκτήτρια του σπιτιού μου απάντησε. «Σ’ αυτό το δωμάτιο ποτέ δεν μας έβαζε ο πατέρας μου. Αντιθέτως εσείς μου ανοίξατε τις πόρτες του σπιτιού σας και με γυρίσατε σε όλα τα δωμάτια. Μου δείξατε και το δωμάτιο του πατέρα μου. Για κείνο συγκινήθηκα. Σας εύχομαι να χαίρεστε το σπίτι σας» είπε και έφυγε η γυναίκα.
Σωστά. Ποια όμως είναι η πατρίδα του Αλί Ερέν;
-«Για μας πατρίδα είναι εδώ. Δεν αποθυμώ το Σεβεντικλί. Μερικοί φίλοι μου λένε να πάμε εκεί, αλλά για μένα το ίδιο μου κάνει Ελλάδα ή Γαλλία. Δεν αισθάνομαι για κει καμία αποθυμιά».