Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2024, 7:36:20 πμ
Πέμπτη, 29 Μαρτίου 2018 21:49

Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας και η σχέση του με την Μακεδονία και τον Μακεδονικό αγώνα (1879-1908)

Γράφει ο Κώστας Πινέλης.

 

Αυτό το διάστημα είναι στην επικαιρότητα το λεγόμενο Μακεδονικό με τις διαπραγματεύσεις για την ονομασία της Π.Γ.Δ.Μ. για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι το παρακάτω αφιέρωμα είναι επίκαιρο.

 

Όπως είναι γνωστό η Βόρεια Θράκη είναι ο χώρος που περικλείεται από τις οροσειρές του Αίμου από βορά, της Ροδόπης από νότο, και του Όρβηλου από δυτικά, βρέχεται δε από την Μαύρη Θάλασσα από ανατολικά. Κατά το Συνέδριο του Βερολίνου (01 Ιουλ 1878) ανακηρύχθηκε αυτόνομη επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας της Βόρειας Θράκης, στην οποία δόθηκε το όνομα ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΟΥΜΕΛΙΑ ή ΡΩΜΥΛΙΑ. Η αυτονομία αυτή διήρκησε μέχρι 06 Σεπ 1885, χρονιά κατά την οποία προσαρτήθηκε πραξικοπηματικά στη Βουλγαρία. Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, που έχουν τη Ελληνική καταγωγή από αρχαιοτάτων χρόνων γνωστοί ως θράκες, υπέστησαν από τους Βουλγάρους τα πάνδεινα, αγωνίστηκαν όμως γενναία για να αποφύγουν τον εκβουλγαρισμό.
Το 1870 Ιδρύεται, με οθωμανικό διάταγμα, η Βουλγαρική Εξαρχία. Οι Βούλγαροι, μολονότι ακόμα δεν έχουν ανεξάρτητο κράτος, αποκτούν εκκλησιαστική οργάνωση χωριστή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο..
Στις σχέσεις του ελληνικού και του βουλγαρικού πληθυσμού της Ανατολικής Ρωμυλίας βάρυναν αποφασιστικά αυτό το  σχίσμα, αλλά  και οι διεκδικήσεις των Βουλγάρων και τα σχέδιά τους για την Μακεδονία και στην Θράκη.

Ο Ελληνισμός της Αν. Ρωμυλίας
Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας ζούσαν κυρίως στη Φιλιππούπολη, τη Στενήμαχο, το Καβακλή, γενικά στη λεγόμενη Κοιλάδα των Ρόδων και των Θρακών Βασιλέων, και στις παραθαλάσσιες περιοχές στη Μαύρη Θάλασσα τη Βάρνα, τή Μεσήβρια, την Αγχίαλο, τον Πύργο, τη Σωζόπολη και την Αγαθούπολη. Ήταν μορφωμένοι και ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, την αλιεία, τη γεωργία και ειδικά την αμπελουργία, την κτηνοτροφία, την υλοτομία και επεξεργασία του ξύλου  .
Αριθμητικά οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειοψηφία, όμως οι Έλληνες συγκροτούσαν μία δυναμική μειοψηφία με οικονομική και πολιτισμική εμβέλεια ενώ οι Τούρκοι -αν και αριθμητικά περισσότεροι των Ελλήνων- δεν διέθεταν ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, ώστε να επιτευχθεί ένας αποτελεσματικός συντονισμός των ενεργειών τους με τους Έλληνες κατά των βουλγαρικών βλέψεων.
 Σύμφωνα με στατιστική που συνέταξαν οι Ρώσοι το 1879, στην Ανατολική Ρωμυλία η πληθυσμιακή σύνθεση είχε ως εξής:
Βούλγαροι 537.231,     
Τούρκοι 174.759,
 Έλληνες 42.516,
Αθίγγανοι 19.524,
Εβραίοι 4.177,
Αρμένιοι 1.306.
Σύνολο 815.513 άτομα .
Οι θρακικοί σύλλογοι αμφισβήτησαν τα δεδομένα της εν λόγω στατιστικής αναφορικά με τον αριθμό των Ελλήνων, ο οποίος κατά τους υπολογισμούς τους ανερχόταν σε 60.000 ψυχές .
Κατά την αυστριακή στατιστική, οι Έλληνες ανέρχονταν σε 48.000 άτομα, κατά την αγγλική σε 53.000, κατά τη βουλγαρική σε 42.000, κατά τα δεδομένα της μητρόπολης Φιλιππούπολης σε 63.000, κατά την ελληνική κυβέρνηση σε 130.000.
Αν ως κριτήριο θεωρηθεί όχι μόνο η γλώσσα (αναμφίβολα υπήρχαν γλωσσικά εξελληνισμένοι Βούλγαροι και Γκαγκαούζοι) αλλά κυρίως η συνείδηση και η «εθνικοποίηση» της διάκρισης Εξαρχικός (Βούλγαρος) και Πατριαρχικός (Ελληνας), ο ελληνισμός δεν ξεπερνούσε τις 70.000-80.000 ψυχές και συνιστούσε μία αριθμητική μειονοψηφία που, μαζί με τους Τούρκους, αποτελούσε το 1/3 περίπου του συνολικού πληθυσμού του τόπου.
Όπως αναφέραμε παραπάνω ιδιαίτερα έντονη ήταν η παρουσία του στη   Φιλιππούπολη (5.500 άτομα), στην  Αγχίαλο (6.000 άτομα), στον  Πύργο, στη Στενήμαχο (10.000 άτομα), στο  Καβακλή (6.000 άτομα στην κωμόπολη και 11.848 άτομα στην επαρχία Καβακλή, δηλαδή στα χωριά Καρυές, Σιναπλή, Μέγα Μοναστήρι, Μικρό Μοναστήρι, Δογάνογλου, Τσικούρκοϊ), στη Μεσημβρία και στη Βάρνα (που δεν συμπεριλαμβανόταν, ωστόσο, στη διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Ρωμυλίας) .

Ο Δημήτριος Αργυριάδης, βουλευτής Καβακλή μετά τις εκλογές του 1881, σε έκθεσή του (2/15 Νοεμβρίου 1882) προς τον γενικό πρόξενο Φιλιππουπόλεως, Αρίστο Δρακόπουλο, επεσήμανε ότι ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν στην ουσία ο θρακικός ελληνισμός.

 Η προσπάθεια εκβουλγαρισμού του Ελληνικού πληθυσμού
Η συνύπαρξη των Ελλήνων με τους Βούλγαρους ήταν ειρηνική μέχρι την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχείας οπότε άρχισαν οι πιέσεις. Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας υπέστη εντονότερα τη βουλγαρική πίεση μετά το βουλγαρικό πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 1885 της προσάρτισης της Αν. Ρωμυλίας..
Η πρώτη πράξη της ένωσης της Βουλγαρίας με την Ανατολική Ρωμυλία ήταν η κατάργηση της Ελληνικής παιδείας και γλώσσας ως επισήμου. Όλα όσα έγιναν κατόπιν εναντίον του ελληνικού στοιχείου, φέρουν την σφραγίδα της συστηματικής εξόντωσης.
Στα αστικά κέντρα, όπου ο ελληνισμός ήταν οικονομικά εύρωστος, συμπαγής και η λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος απρόσκοπτη, η αντίσταση στον εκβουλγαρισμό ήταν σθεναρότερη από ότι στα χωριά με τον αγροτικό πληθυσμό. Αλλά και εδώ, η παγίδα του εκβουλγαρισμού ήταν το δέλεαρ των μικτών γάμων που παρείχαν στις Ελληνίδες τη δυνατότητα πρόσβασης στην ανερχόμενη πολιτική ελίτ.
Βούλγαροι, αξιωματικοί κυρίως αλλά και πολιτικοί αργότερα (όπως ο Βασίλ Ραδοσλάβωφ), νυμφεύονταν Ελληνίδες καλών αστικών οικογενειών χωρίς προίκα.
Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, που υφίσταντο την πολιτική του εκβουλγαρισμού, επεσήμαναν την παγίδα των βουλγαρικών αιτημάτων για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, σύμφωνα με το άρθρο 23 της Συνθήκης του Βερολίνου.
Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ)VMRO, που ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη από Βουλγάρους διανοουμένους, και το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο, που δημιουργήθηκε το 1895 στη Σόφια από στρατιωτικούς βουλγαρομακεδονικούς κύκλους, ήταν στην ουσία οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Επιδίωκαν την αυτονομία της Μακεδονίας, ως μέσο προσάρτησής της στη Βουλγαρία, με την ανάληψη ένοπλης δράσης.
Η βουλγαρική εξέγερση του Ήλιντεν (Ημέρα του Ηλία), στις 2 Αυγούστου του 1903 στη Μακεδονία, έθεσε τέρμα σε κάθε χιμαιρική ουτοπία για το ενδεχόμενο μιας ελληνοβουλγαρικής συμπόρευσης Στις 19 Αυγούστου η εξέγερση επεκτάθηκε και στη Θράκη με κέντρα τη Στράντζα,. Η «ψευδεπανάσταση» επικεντρώθηκε στο βορειοανατολικό τμήμα της περιοχής των Σαράντα Εκκλησιών, δηλαδή στις πόλεις της επαρχίας Βιζύης, Αγαθούπολη και Βασιλικό,  και στις κωμοπόλεις Μπροντίβο και Κωστή [περιοχές όπου κατοικούσαν αναστενάρηδες] στην περιοχή  έκαψαν είκοσι χωριά και σκότωσαν πολλούς από τους τούρκους και έλληνες κατοίκους».,. Ενθαρρυμένοι από την παρουσία ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα,οι Βούλγαροι κομιτατζήδες πυρπόλησαν ελληνικά και τουρκικά χωριά, όπως το Βασιλικό, το Γραμματικό, το Λιμάνι, τον Πέρτικο, την Ινιάνα κ.ά.
Οι Αγαθουπολίτες άρχισαν τη συγκρότηση  ομάδων αντίστασης, κυρίως από τα χωριά  Μπροντίβο και Κωστή, που εξοπλίζονταν με όπλα που έστελναν έμπιστα πρόσωπα από την Κωνσταντινούπολη.

Ο Ελληνισμός της Αν. Ρωμυλίας και η σχέση του με την Μακεδονία.
Οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας παρακολουθούσαν με ανησυχία την υιοθέτηση δυναμικής πολιτικής της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό και με ιδιαίτερη ευαισθησία αντιμετώπιζαν τη δράση της Εθνικής Εταιρείας στην Ελλάδα, ως μια προσπάθεια ανασύνταξης των δυνάμεων του ελληνισμού, μετά τη χρεοκοπία του 1893, για την επίτευξη των εθνικών στόχων στη Μακεδονία και στην Κρήτη.
Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, θεωρώντας ότι αποτελούσαν ένα ενιαίο εθνικό σύνολο με τους Ελλαδίτες, ίδρυσαν παράρτημα της Εθνικής Εταιρείας στην Αγχίαλο .  Το γεγονός ότι η Εθνική Εταιρεία αυτοπαρουσιαζόταν ως μία νέα Φιλική Εταιρεία με μια αόρατη αρχή προσέδιδε στην όλη υπόθεση έναν μυστικιστικό χαρακτήρα. Η προσφορά τους συνίστατο είτε σε οικονομική ενίσχυση είτε στην αποστολή εθελοντών.
Για να αποφύγουν τη στράτευση στον βουλγαρικό στρατό, οι νέοι της Ανατολικής Ρωμυλίας είχαν θεωρητικά τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα υπηρετώντας στο ελληνικό στράτευμα, σύμφωνα με ελληνοβουλγαρικές συμβάσεις του 1885 και του 1893.
Κατά κανόνα, οι Ελληνες της περιοχής ακολουθούσαν τη νόμιμη οδό για την απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας. Υπηρετούσαν στον ελληνικό στρατό και αποκτούσαν με νόμιμες διαδικασίες την ελληνική υπηκοότητα.
Αυτό ίσχυε για τους Αγχιαλίτες και κυρίως για τους Στενημαχίτες, που διατηρούσαν στενές επαφές με την Αθήνα.
Τα αντιβουλγαρικά συλλαλητήρια στην Αθήνα, η ετοιμότητα της κυβέρνησης Ράλλη να συνδράμει στρατιωτικά την οθωμανική κυβέρνηση στην κατάπνιξη της εξέγερσης, αν παρίστατο ανάγκη, και η αποφασιστικότητα της ελληνικής νεολαίας να στρατολογηθεί σε εθελοντική βάση για να καταπολεμήσει τους Βουλγάρους κομιτατζήδες προκάλεσαν βίαιες αντιδράσεις στη Βουλγαρία.
Στις 10 Απριλίου του 1905, ανήμερα της Κυριακής των Βαίων, διοργανώθηκε ανθελληνικό συλλαλητήριο στη Φιλιππούπολη.
 Μετά το πέρας του συλλαλητηρίου, στίφος 150 ροπαλοφόρων προέβη σε βιαιοπραγίες και λεηλασίες καταστημάτων Ελλήνων και έθραυσε τα τζάμια της Μεγάλης Σχολής Μαρασλή. Η διοργάνωση ενός ανθελληνικού πογκρόμ στη Βουλγαρία κρίθηκε ως η καλύτερη απάντηση των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων προς την κυβέρνηση Θεοτόκη να παύσει τον Μακεδονικό Αγώνα.
Με το ανθελληνικό κίνημα του 1906 πλήγηκαν κυρίως τα αστικά κέντρα του ελληνισμού (Βάρνα, Πύργος, Φιλιππούπολη, Αγχίαλος, Στενήμαχος). . Η εφαρμογή, τον Σεπτέμβριο του 1906, του σχολικού νόμου του 1891, η εκδίωξη των Ελλήνων μητροπολιτών και ο εξαναγκασμός των Ελλήνων να προσχωρήσουν στην Εξαρχία ήταν η ολοκλήρωση της πολιτισμικής αφαίμαξης του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Το ανθελληνικό κίνημα δεν κατόρθωσε να εξαναγκάσει την Ελλάδα να επιβάλει την αναστολή της δράσης των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία
Ο Τατάρτσεφ εκτίμησε ότι η ΕΜΕΟ δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τα ελληνικά ανταρτικά σώματα και πρότεινε μαζικά αντίποινα, ώστε να εξαναγκασθεί η Αθήνα να σταματήσει την αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία: εμπρησμό ελληνικών χωριών, ελληνικών συνοικιών στις πόλεις, αποκλεισμό ελληνικών χωριών, απαγωγές Ελλήνων ως μέσο πίεσης και απηνή καταδίωξη των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη συνεργασία της ΕΜΕΟ, των Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων και του απλού βουλγαρικού λαού με την κυβέρνηση .
 Υπήρχε, ωστόσο, ένα ζήτημα αρχής, κατά πόσο δηλαδή οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τα τεκταινόμενα στη Μακεδονία: δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί μια δικαιολογία για την ενοχοποίηση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας. χάλκευσε την κατηγορία ότι τα ελληνικά προξενεία συγκροτούσαν ελληνικά ανταρτικά σώματα στη Βουλγαρία για ένοπλη δράση στη Μακεδονία.

Να πως περιγράφει ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Βάρναλης τις διώξεις των Ελλήνων της Αν. Ρωμυλίας στα «Φιλολογικά του απομνημονεύματα»
«Τέλη Ιουνίου οι ταραχές ξέσπασαν στην Φιλιππούπολη. Οι εκκλησίες, τα σκολειά -τα ωραιότατα Ζαρίφεια χτισμένα πριν λίγα χρόνια από το Ζαρίφη- αλλάξανε σε μια μέρα αφέντη. Στις 15 Ιουλίου ήρθε η σειρά του Πύργου.
Θυμούμαι πως ανακατεύτηκα μέσα στο πλήθος και είδα με φριχτό σπαραγμό να μπαίνει το μανιασμένο πλήθος μέσα στο σκολειό και να πετάει έξω στο δρόμο από τα παράθυρα θρανία, χάρτες, και βιβλία. Είδα να μπαίνουνε στην εκκλησία και να βάφουνε με κόκκινη μπογιά όλες τις ελληνικές επιγραφές. Είδα τα ελληνικά μαγαζιά μέσα σε μια ώρα να γίνονται θρύψαλα. Κι οι αρχές… φυλάγανε την τάξη.
Στις 30 Ιουλίου σήμανε η ώρα της Αγχιάλου. Αλλ’ εκεί τα πράγματα ήτανε λιγάκι σκούρα. Η Αγχίαλος χτισμένη σ’ ένα ακρωτήριο ανάμεσα σε δυο θάλασσες κι έχοντας προς το μέρος της στεριάς τη λίμνη των αλυκών ήτανε από φυσικό της δύσκολο να κυριευθεί “από έξω”. Έπειτα ο πληθυσμός ήτανε ολάκερος σχεδόν ελληνικός κι ο δεσπότης είχε ετοιμάσει την άμυνα.
Όσοι είχανε υπηρετήσει στο στρατό, οπλιστήκανε και φυλάγανε βάρδια κάθε νύχτα στο στενό έμπασμα της πόλης. Και τηλεγραφούσε ο δεσπότης στην κυβέρνηση πως θα αναγκαστεί να “υπερασπίσει την τάξη…”.
Γι’ αυτό οι Βουλγαρομακεδόνες επιχειρήσανε να μπούνε νύχτα και ξαφνικά στην πόλη. Μα οι φρουροί αγρυπνούσανε και άρχισε το τουφεκίδι. Τότες επιχειρήσανε να στείλουν ένα απόσπασμα από το βορεινό στενό της Μεσέβριας και να βάλουνε τους Έλληνες “μεταξύ δύο πυρών’.  Κατά το μεσημέρι η μάχη φούντωσε μέσα στην πόλη. Τότες έφτασε από τον Πύργο έφιππη χωροφυλακή να “θέσει τέρμα εις την συμπλοκήν”, ήγουν να εκτοπίσει τους Ρωμιούς και να παραδώσει την πόλη στους κομιτατζήδες. Κι η πόλη ολόκληρη, από παλιά ξύλινα σπίτια με στενούς δρόμους, παραδόθηκε στις φλόγες και κάηκε σε λίγην ώρα. (…)
Κι άκουσα δίπλα μου τη Μπάμπο Ζωίτσα -και ποιος δεν την ήξερε!… Γριά Βουργάρα εξελληνισμένη υπηρετούσε αμέτρητα χρόνια εκκλησάρισσα στην ελληνική εκκλησία. (…) Άκουσα λοιπόν τη Μπάμπο Ζωίτσα να μονολογεί ρωμέικα με τρόπο, που να πάρει τ’ αυτί μου την κουβέντα της:
-Καλά της κάνανε! Έτσι κι “αυτοί” καίνε στη Μακεδονία τα βουργάρικα χωριά. Αμ πώς!…
Είχε ξυπνήσει μέσα της η κοιμισμένη από χρόνια ράτσα της.
Τώρα φυσικά δε με ξαφνιάζουν τέτοια πράγματα. Γιατί ξέρω, πως δεν φταίνε οι λαοί όταν μισούνται και σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Φταίνε εκείνοι, που καλλιεργούν μέσα τους το μίσος και το έγκλημα και τους “διορίζουνε” κάθε τόσο και τον “προαιώνιο” εχθρό για να ξεθυμάνουνε. Για συμφέρο τάχα των λαών; Όχι βέβαια. Για το συμφέρο των ληστών.»
 
Με όλα τα παραπάνω Βεβαίως υπήρχε η συναισθηματική φόρτιση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, όταν άρχισε ο Μακεδονικός Αγώνας.  Καθίσταται έτσι σαφές γιατί αγωνίσθηκαν με σθένος όσοι Ανατολικορωμυλιώτες συστρατεύτηκαν στον Μακεδονικό Αγώνα Λόγω του κοινού βουλγαρικού κινδύνου ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας είδε τη Μακεδονία ως μια αλύτρωτη πατρίδα και συνεισέφερε καίρια τόσο με την επισήμανση του απατηλού βουλγαρικού συνθήματος περί αυτονομίας της Μακεδονίας όσο και με την έμπρακτη συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα. Καμιά ράτσα εκτός από τους Κρητικούς, πλην των ντόπιων Μακεδόνων φυσικά, δεν είχε τέτοια σχέση με την Μακεδονία και τον Μακεδονικό Αγώνα.
 Η Εθνική Εταιρεία είχε παράρτημα στην Αγχίαλο το 1897 και απέστειλε εθελοντές κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Δεν είναι, ωστόσο, τεκμηριωμένο ότι το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας είχε μυστικό παράρτημα στη Φιλιππούπολη, που στρατολογούσε συστηματικά νεαρούς Ανατολικορωμυλιώτες για τον Μακεδονικό Αγώνα.
Οι Στενημαχίτες για παράδειγμα γίνονταν Μακεδονομάχοι στην Αθήνα με την οποία η Στενήμαχος διατηρούσε ιδιαίτερους στενούς δεσμούς. και δεν στρατολογοΰνταν συστηματικά από το υποτιθέμενο παράρτημα του Μακεδονικού Κομιτάτου στη Φιλιπποΰπολη και το ελληνικό προξενείο της πόλης. Υπήρχαν επώνυμοι Στενημαχίτες που συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα.
Μεγάλη συμμετοχή υπήρχε και από ολόκληρη την Αν. Ρωμυλία και γενικά τη Βόρεια Θράκη. Από την περιοχή της Βιζύης την περιοχή της Αγαθούπολης (Κωστί Μπροντίβο, Βασιλικό Οργάς) τις Σαράντα Εκκλησιές, το Σαμμακόβι,  Αχμάμπεη, Σκεπαστό, Τουρλιά, Σαρακίνα, Πύργο, Ευκάριο, Καβακλί, Αγ. Στέφανο, Αδριανούπολη, Μασημβρία, Φιλιππούπολη, Σωζόπολη κ.λ.π.
Να συμπληρώσουμε ότι υπήρχαν πάρα πολλοί και από την Ανατολική και Δυτική Θράκη.
Συγκεκριμένα ονόματα και στοιχεία αναφέρω στο αφιέρωμα που έκανα στις εφημερίδες μας τον Ιούλη του 2016 με τίτλο: «Συμμετοχή των Θρακών στον Μακεδονικό Αγώνα και στους Βαλκανικούς Πολέμους»
Μετά τα παραπάνω γεγονότα άρχισε η αποχώρηση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας από το 1904-1906 έως το 1914 στην Ελλάδα. Πρώτη περιοχή εγκατάστασης είναι η Θεσσαλία (κυρίως Βόλος-Λάρισα), αφού η Βόρεια Ελλάδα ήταν ακόμη σκλαβωμένη. Αργότερα πολλοί Ανατολικορωμυλιώτες μετακινήθηκαν σε Μακεδονία και Θράκη. Αυτό το γεγονός είναι αντικείμενο άλλου αφιερώματος.
Βοηθήματα
1.    Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας και η στάση του έναντι της Μακεδονίας (1879-1906):  Σπυρίδων Σφέτας
2.    Σύντομη ιστορία της Βόρειας Θράκης: Ελένη Μπολιάκη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Μυθολογιών των λαών του Παρευξείνιου χώρου στο Δ.Π.Θ.

25-3-2018