Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου 2024, 2:53:40 μμ
Κυριακή, 26 Νοεμβρίου 2023 23:19

ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ, πορεία στους αιώνες: Από το Αστραίον στη Νέα Στρώμνιτσα, το Κιλκίς

«Στρώμνιτσα, πορεία στους αιώνες - Από το Αστραίον στη Νέα Στρώμνιτσα (Κιλκίς)», ήταν το θέμα της εκδήλωσης που οργάνωσε ο Σύλλογος Στρωμνιτσιωτών Κιλκίς, την Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023, στην αίθουσα του Επιμελητηρίου Κιλκίς.

 

Το θέμα ανέπτυξε με εξαιρετικό τρόπο ο δάσκαλος, τέως σχολικός σύμβουλος και συγγραφέας Χρήστος Ίντος.

 Η ομιλία ήταν ενταγμένη στο πρόγραμμα εκδηλώσεων του δήμου Κιλκίς για τους πολιούχους της πόλης, Αγίων Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων.

Πριν από την ομιλία χορωδία ιεροψαλτών απέδωσε το απολυτίκιο των Αγίων Πεντεκαίδεκα και η εκδήλωση έκλεισε με το παραδοσιακό κέρασμα των Στρωμνιτσιωτών.

 

Η ομιλία του κ. Χρήστου Ίντου:

Η Στρώμνιτσα βρίσκεται στην ΒΔ πλευρά της πεδιάδας που σχηματίζεται βόρεια του όρους Κερκίνη (Μπέλες) και διαρρέεται από τον ποταμό Πόντο των αρχαίων, τον μετέπειτα Στρούμα, παραπόταμο του Στρυμόνα. Η κοιλάδα του Πόντου ήταν και είναι στρατηγικής σημασίας, διότι συνδέει τις φυσικές οδούς των ποταμών Αξιού και Στρυμόνα.

Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή με το όνομα Παιονικόν Αστραίον. Το όνομα αναφέρουν ιστορικοί της αρχαιότητας μεταξύ των οποίων ο Τίτος Λίβιος (56πΧ-17μΧ) και ο γεωγράφος Πτολεμαίος (100-170). Ήταν από τις σημαντικές πόλεις της αρχαίας Παιονίας, η οποία κατά καιρούς εκτίνονταν στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας με έξοδο προς τον Θερμαϊκό κόλπο. Σε άλλες περιόδους περιορίζονταν στην κοιλάδα του Αξιού μέχρι την υποταγή της στα χρόνια του Φιλίππου του Β΄ (περ. βασιλείας 359 πΧ – 336 πΧ) στο Μακεδονικό Βασίλειο.

Το όνομα Αστραίον συναντάται και ως Αίστριον, Αστέριον και Ευστραίον και ετυμολογείται από το όνομα Αστραίος, ο οποίος ήταν ένας από τους Τιτάνες της ελληνικής μυθολογίας. Μεταξύ των παιδιών του ήταν και η Αστραία που ταυτίζονταν με τη Θεία Δίκη. Το επίθετο Παιονικόν, είναι επίσης αρχαιοελληνικό και έχει σχέση με τον Παίονα, τον ιδρυτή του βασιλείου των Παιόνων, γιο του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα.

Υποστηρίζεται, πως η Στρώμνιτσα ονομάζονταν και Καλλίπολις. Μετονομάστηκε σε Τιβεριούπολη, όνομα που αποδίδεται στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο (42 πΧ – 37 μΧ) και από άλλους σε βυζαντινό αυτοκράτορα Τιβέριο. Με το όνομα αυτό υπήρξαν δύο βυζαντινοί αυτοκράτορες, ο πρώτος μετά τον Ιουστινιανό  (578-582) και ο δεύτερος μετά τον Ιουστινιανό τον Β΄ (698-705). Η τρίτη εκδοχή είναι πως πήρε το όνομα από τον Τιβέριο Κλαύδιο Μένωνα (2ος -3ος αιώνας), προστάτη της πόλης,  γεγονός που συμπεραίνεται από βάση μαρμάρινου αγάλματος.

 Οι Σλάβοι κατοίκησαν στην περιοχή από τον 6ο και μετά αιώνα και τον αρχαίο ποταμό Πόντο τον μετονόμασαν σε Στρούμα, την δε πόλη σε Στρούμνιτσα, όνομα που υιοθέτησαν οι βυζαντινοί και την αποκαλούσαν Στρωμνίτζα. Ωστόσο, οι ρίζες αυτών των ονομάτων, σύμφωνα με γλωσσολόγους, μπορούν να αναζητηθούν στα αρχαία ελληνικά ονόματα,  Αστραίον και Στρυμών. 

Επί σειρά αιώνων υπήρξε στην πόλη ακμαία ελληνική κοινότητα. Ήταν έδρα  της Ορθόδοξης Επισκοπής Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης. Διακόνησαν τον θρόνο της από το 362 μέχρι και το 1913, περίοδο 1551 χρόνων, 150 και πλέον Έλληνες Ορθόδοξοι Επίσκοποι.

Την αναφέρει και ο ιστορικός του 6ου και των αρχών του 7ου αιώνα Θεοφύλακτος ο Σιμονοκόττης, ως πεδίο σφοδρών συγκρούσεων κυρίως μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων. Πολιορκήθηκε επανειλημμένα από τους Όμβρους, λαό που χάθηκε από την ιστορία, τους Αβάρους κατά τον 6ο αιώνα και τους Βουλγάρους στα χρόνια του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου του Α΄(802-811), όταν αυτός ηττήθηκε από τον Βούλγαρο Χαν Κρούμο (796-814).

Στην πόλη κατά το τελευταίο έτος της βασιλείας (363) του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη (331 ή 332 -363), μαρτύρησε πλειάδα ανδρών . Ήταν οι Πεντεκαίδεκα (Δεκαπέντε) Μάρτυρες Τιβερουπόλεως, πολιούχοι Στρωμνίτσης και από το 1913 πολιούχοι και του Κιλκίς.

Οι  πατέρες Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος μη υπακούοντας να θυσιάσουν στα είδωλα, πράξη που επέβαλε ο αυτοκράτορας, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους Νίκαια της Βιθυνίας και μέσω Θεσσαλονίκης κατέφυγαν στην Τιβεριούπολη, όπου δίδαξαν τον θείο λόγο. Ο Τιμόθεος αναδείχθηκε Επίσκοπος της πόλεως, στη συνέχεια και ο Θεόδωρος και συμμετείχε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε το 325 στην πατρίδα του Νίκαια. Ήταν ένας από τους 318 Θεοφόρους Πατέρες. Ο Κομάσιος εκάρει μοναχός και ο Ευσέβιος ανέπτυξε φιλανθρωπική δράση. Στην ομάδα που προαναφέρθηκε, προστέθηκαν πέντε ιερείς Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικηφόρος, δύο διάκονοι, Βασίλειος, Θωμάς, τρεις μοναχοί, Ιερόθεος, Χαρίτων, Δανιήλ και ο ευκατάστατος λαϊκός Σωκράτης. Η δράση τους δεν άρεσε στους διώκτες του Χριστιανισμού και οδηγήθηκαν σε μαρτυρικό θάνατο διατηρώντας ακέρια και ακλόνητη την πίστη τους. Ετάφησαν από τους πιστούς της πόλης και εντοπίστηκαν τα ιερά τους λείψανα μετά πέντε αιώνες. Οι Χριστιανοί τους απέδωσαν τις πρέπουσες τιμές και έκτοτε επικαλούνται τις πρεσβείες τους προς τον Θεό.

Από την πόλη διήλθε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών (958-1025), ο επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος. Έδωσε τη μάχη του Κλειδίου (1014) και νίκησε τις αντίπαλες δυνάμεις.

Το 1080 αναγέρθηκε στην θέση Παλαιόκαστρο, περιοχή της Στρωμνίτσης, από τον Κωνσταντινοπολίτη Μοναχό Εμμανουήλ, μετέπειτα επιχώριο Επίσκοπο, η Μονή της Παναγίας της Ελεούσης, βυζαντινό μνημείο και προσκυνηματικό κέντρο της Παλαιολόγιας εποχής. Ήταν μετόχι της Ι. Μ. Ιβήρων του Αγίου Όρους ως το 1913. Στην κυρίαρχη Μονή των Ιβήρων φυλάσσονται πολλά κειμήλια και κώδικες της Μονής Ελεούσης. Ο οικισμός του Παλιοκάστρου από το Μοναστήρι πήρε το όνομα Ελεούσα και οι Σλάβοι την αποκαλούν Βελιούσα, παραφθορά του ονόματος Ελεούσα. 

Σημαντική επίσης στην περιοχή είναι η Μονή του Αγίου Λεοντίου, κοντά στην Στρώμνιτσα, στην τοποθεσία Βόντοσα, όπου και αρχαίες θερμές (λουτρά). Ο Λεόντιος ο Β΄ (;-1190), την περίοδο των σταυροφοριών ήταν Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Κατάγονταν από τη Στρώμνιτσα και η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. Από την ίδια περιοχή κατάγονταν ο Όσιος Θεόφιλος ο Ομολογητής. Έζησε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου (685-741). Η μνήμη του τιμάται στις 10 Οκτωβρίου.

Το 1202 την κυρίευσε ο Βούλγαρος Χαν Δοβρομίρ Χρύσος (1185-1202) και λίγο αργότερα ο ομοεθνής του Στρεζ (1208-1214).

Ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360) μνημονεύει την Στρώμνιτσα ως “πολίχνιον υπερνέφελον”,  χαρακτηριστικό που διαπιστώνονται από τη θέση στην οποία βρίσκεται. Το 1334 την κυρίευσε ο Σέρβος Κράλης Στέφανος Ντουσάν (περ. βασ. 1308-1355) νικώντας τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο (περ. βασ. 1328-2341). Το 1350 περιήλθε στον Σέρβο ηγεμόνα Χρέλη και έγινε έδρα μικρού και για λίγο αυτόνομου κρατιδίου. Έκτοτε χάνεται από τη βυζαντινή ιστορία.

Οι Οθωμανοί την κατέλαβαν το 1383 και την ονόμαζαν Ουστρούμντζα. Στα χρόνια τους την κατοικούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι και Αθίγγανοι. Ήταν σημαντικό εμπορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κέντρο. Το 1665 την επισκέφθηκε ο περιηγητής Χατζή Κάλφας και το 1670 ο επίσης περιηγητής ο Εβλιγιά Τσελεμπή. Περιγράφει “την παλιά χώρα του Αγιάνταζα, δηλαδή του μεγάλου κτίσματος του κάστρου της Στρώμνιτσας (Usturumca)”. Μεταξύ των άλλων σημειώνει “…. είναι μια πολύ εύπορη και πυκνοκατοικημένη πόλη. Βρίσκεται σε έναν τόπο με πλαγιές, ρεματιές και λόφους. Είναι μεγάλη, όμοια με τα αμπέλια και τους κήπους του παραδείσου….”. Τα έξι – επτά τζαμιά της ήταν εκκλησίες. Μια από αυτές την έκανε τζαμί ο Σουλτάνος Σελίμ ο Α΄(1512-1520). Ο Εβλιγιά περιγράφει λεπτομερώς το κάστρο της πόλης και το μεγάλο πανηγύρι της Ντόλιανης, τοποθεσίας κοντά στην Στρώμνιτσα, στον δρόμο προς το Πετρίτσι.

Διοικητικά άνηκε στο Σαντζάκι της Θεσσαλονίκης,18ος – 190ς αιώνας, οι δε κάτοικοί της συμμετείχαν σε όλα τα επαναστατικά κινήματα για απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό, όπως και στην επανάσταση του 1821. 

Το 1869 μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε σημαντικό τμήμα της Ελληνικής Κοινότητας, η οποία είχε εκπαιδευτήρια, βιβλιοθήκη, φιλαρμονική και οργανωμένες ομάδες μελών της σε κοινωνικούς, πατριωτικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, όπως ήταν “Η Αγαθοεργός Αδελφότης, η Πρόοδος”, “Η Φιλόπτωχος Αδελφότης των Κυριών” και δύο Μουσικοί Σύλλογοι με τις Φιλαρμονικές τους. Τό 1869 καταστράφηκαν οι δύο ναοί της κοινότητας, του Αγίου Δημητρίου και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Οι Έλληνες ανήγειραν εκ νέου τον ναό του Αγίου Δημητρίου. Καταστράφηκε και πάλι στην πυρκαγιά του 1913, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

     Από το 1870 και τη δημιουργία της βουλγαρικής εξαρχικής εκκλησίας για τον ελληνισμό της Θράκης και της Μακεδονίας άρχισε μακροχρόνιος αγώνας για την διατήρηση της Ορθόδοξης πίστης και της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Στην αρχή ο αγώνας δόθηκε στην εκκλησία, την εκπαίδευση, τους συλλόγους στα πλαίσια των οποίων ο ελληνισμός ανέπτυξε αξιοζήλευτη πατριωτική δράση. Την περίοδο 1904-1908 η σύγκρουση ήταν ένοπλη. Όλες οι φάσεις του είναι γνωστές ως Μακεδονικός Αγώνας.

    Οι Στρωμνιτσιώτες διέπρεψαν στα γράμματα, τις τέχνες, το εμπόριο και υπηρέτησαν τον τόπο από διάφορες θέσεις. Το 1875 ίδρυσαν “Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα” και οργανώθηκαν για τη διατήρηση της εθνικής τους υπόστασης. “… Το μεταίχμιον τούτο της Ελληνικής Μακεδονίας ως εκ της γεωγραφικής θέσεως, είναι σπουδαίον κέντρον του Ελληνισμού, αντέχον γενναίως κατά πάσης φανεράς και σκοτίας ενεργείας των οργάνων της βουλγαρικής προπαγάνδας και των Ευαγγελιστών..”, αναφέρει ο γόνος του τόπου Κωνσταντίνος Μπόνης.

      Στις 11 Ιανουαρίου του 1877, ο γιατρός Κωνσταντίνος Ριζόπουλος, από τα βασικά στελέχη του Μακεδονικού Αγώνα, και 15 σημαίνοντα πρόσωπα της εκεί ελληνικής κοινότητας έστειλαν ψήφισμα στον Σουλτάνο και στους εκπροσώπους της πρεσβευτικής Διάσκεψης της Κωνσταντινούπολης (1876-1877), “… όπως επί τόσα έτη αγωνισθέντες δια παντοίων μέσων και θυσιών κατά του πανσλαβισμού και περιφρονήσαντες πάντα τα δελεάσματα αυτού εμείναμεν πιστοί προς την σεβαστήν  κυβέρνησιν και την μεγάλην εκκλησία, απαρασάλευτοι από των πατροπαραδότων εθνικών ημών φρονημάτων, ούτω και τώρα μετ’ άκρας αγανακτήσεως και αποστροφής αποκηρύττομεν την εφ’ οιανδήποτε ωφελεία ένωσίν μας μετά των Βουλγάρων...”.

Πολλοί άνδρες της συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα. Σημαντική θέση κατέχουν ο ιατρός Νικόλαος Αντωνιάδης, ο Βασίλειος Ζωγράφος, ο Νικόλαος Αγγειοπλάστης, οι ηγέτες ένοπλων ανταρτικών ομάδων Παντελής Παπαϊωάννου-Γραικός, ο γνωστός ως  (Καπετάν Νικοτσάρας), ο Χαράλαμπος Μπουφίδης (Καπετάν – Φουρτούνας) και οι δύο από το Κολέσινο, ο Δημήτριος Τσιτσίμης που αναδείχθηκε υπαρχηγός του οπλαρχηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη από τη Βογδάντσα και αργότερα (1921-1922) Κοινοτάρχης Κιλκίς, ο Ευάγγελος Κουκουδέας και άλλοι. Ή οργάνωση του Αγώνα είχε ανατεθεί από το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης στον υπολοχαγό του Ελληνικού Στρατού Βλάση Τσιρογιάννη, που έδρασε με το ψευδώνυμο Βλάσης Ντάλης.

Πολλοί ήταν οι αγωνιστές. Άνδρες, γυναίκες, νέοι, νέες, δάσκαλοι, δασκάλες, ιερείς, μοναχοί και ο Μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης (1902-1908) Γρηγόριος Ωρολογάς (1864-1922). Ήταν δραστήριος, υπηρέτησε σε Μητροπόλεις της Μακεδονίας ως διδάσκαλος, καθηγητής ιερέας και Μητροπολίτης. Οι Τούρκοι ενοχλημένοι από τη δράση του ζήτησαν την μετακίνησή του από την Μακεδονία. Τοποθετήθηκε από το Πατριαρχείο στη νεοσύστατη τότε Μητρόπολη Κυδωνιών (Αϊβαλί Μ. Ασίας, 1908-1922). Μαρτύρησε με ιερείς και λαϊκούς κατά την Μικρασιατική Καταστροφή, τον Οκτώβριο του 1922, όπως και άλλοι Μητροπολίτες της Μικράς Ασίας. Αγιοκατάχτηκαν το 1992. Η μνήμη τους τιμάται τον μήνα Σεπτέμβριο, την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

Με το κίνημα των Νεότουρκων το 1908 στη Θεσσαλονίκη, παρά τις εξαγγελίες για ειρηνική και ισότιμη συμβίωση όλων των λαών της αυτοκρατορίας, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Οι ελληνικές Κοινότητες στην Μακεδονία έδωσαν απεγνωσμένους αγώνες για να διατηρηθεί ακμαίο το ηθικό των μελών τους και το πατριωτικό τους φρόνημα.

Τέτοιο αγώνα έδωσε και η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Στρωμνίτσης. Στις 10 Μαρτίου 1909 έστειλε επιστολή αγωνίας και έκκλησης προς το κέντρο συντονισμού του αγώνα στην Αθήνα. Εξέφραζε την θλίψη της για την καταστροφή των πνευματικών ιδρυμάτων της πόλης, τα οποία τη νύχτα της 25ης προς την 26η Φεβρουαρίου 1909 παραδόθηκαν στη φωτιά από χέρι βέβηλο και εχθρικό. Όλα έγιναν στάχτη και πρέπει να ανορθωθούν για να συνεχίσουν το έργο τους. Σημειώνεται στην επιστολή: “…Ωσεί μη ήρκουν αι πολλαί και μεγάλαι συμφοραί, ας από καιρού και δη κατά την τελευταίαν δεκαετίαν αλλεπαλλήλως υπέστη και θαρσαλέως αντιμετώπισεν η το Προπύργιον και την Ακρόπολιν της Ελληνικής Πατρίδος αποτελούσα ημετέρα Ελληνική Ορθόδοξος Κοινότης Στρωμνίτσης της Μακεδονίας, πικρώς δοκιμαζομένη και ερρωμένως αγωνιζομένη τον ευγενή και ιερόν αγώνα υπέρ της Ελληνικής Εκκλησίας και της Πατρίδος, της αγίας ταύτης ξυνωρίδος της Ελληνικής ζωής, κινήσεως και υπάρξεως….”.

Το “…τέμενος των Ελληνίδων Πιερίδων Μουσών..”, στο οποίο στεγάζονταν η ελληνική φιλαρμονική “…. της σφυρηλατούσης και αναπτερούσης το εθνικόν φρόνημα…”, έγινε παρανάλωμα του πυρός και στέρησε την κατοικία από τα ελληνικά γράμματα. Αποτελούσε εθνική αναγκαιότητα η ανεύρεση τρόπων ανοικοδόμησης νέων κτιρίων. Κάθε αναβολή εγκυμονούσε εθνικούς κινδύνους.

“….Προαγώμεθα εν συνοχή καρδίας συναισθανομένης και βαρέως φερούσης την Εθνικήν ταύτην συμφοράν και απώλειαν, ίνα αποτανθώμεν προς Υμάς, επικαλούμενοι τα φιλάνθρωπα και φιλογενή αισθήματα, όπως αποβλέποντες εις τους πανχαλέπους και εναγείς καιρούς, ους διέρχεται η ημετέρα Κοινότης και εις το κρίσιμον της θέσεως αυτής, το εφ΄ Υμών σπεύσητε μεν αρωγός και αντιλήπτωρ, προτρέψητε δε επί τούτο και τους δυναμένους……”. Η επιστολή κατέληγε με την ευχή να υπάρξει ανταπόκριση στο αίτημα, εκφράζονταν εκ των προτέρων ευχαριστίες και υπογράφονταν από τον Μητροπολίτη Γερμανό (1908-1910) και τα μέλη της επιτροπής της ελληνικής κοινότητα καταλήγοντας “…ομολογούντες παλλάς άμα δε και θερμάς και αϊδίους τας εθνικάς χάριτας….”, (έγγραφο, ΙΑΜ/ΓΔΜ/Φ.46).

 

ΜΕΡΟΣ Β΄

Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912), όταν συνέπραξαν Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σημείωσαν αξιόλογες επιτυχίες στους τομείς δράσης των στρατιωτικών τους δυνάμεων, η Στρώμνιτσα στις 22 Οκτωβρίου 1912 καταλήφθηκε από τον βουλγαρικό στρατό. Λίγες ημέρες αργότερα, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, εισήλθε στην πόλη και λόχος Ελλήνων Ευζώνων.

       Στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1913), όταν πλέον οι πρώην σύμμαχοι, Έλληνες και Βούλγαροι, ήταν αντίπαλοι, κατέλαβε την πόλη ο Ελληνικός Στρατός στις 26 Ιούνιο 1913 μετά σκληρή μάχη εναντίον των βουλγαρικών δυνάμεων. Τις προηγούμενες ημέρες είχαν δοθεί οι σκληρές μάχες του Κιλκίς, 19-21 Ιουνίου 1913, και της Δοϊράνης, 23 Ιουνίου 1913. 

  Η Στρώμνιτσα ήταν πλέον στα χέρια των Ελλήνων και ο ενθουσιασμός των κατοίκων της μεγάλος. Από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Δοϊράνης, όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό Στρατηγείο, στις 27 Ιουνίου στάλθηκε προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών πλήρης αναφορά των όσων διαδραματίστηκαν κατά τη μάχη και την κατάληψή της. Την αναφορά υπέγραφε ο αρχηγός του Ελληνικού Επιτελείου κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1913) Βίκτωρ Δούσμανης. Μεταξύ των άλλων ανάφερε: «…Τα ημέτερα στρατεύματα καταδιώξαντα κατά πόδας διεσκόρπισαν τας εχθρικάς τάξεις, ο δε εχθρός ηναγκάσθη να εγκαταλείψη εννέα πυροβόλα και πλήθος άλλου υλικού... Εν Σύνταγμα Πεζικού κατέλαβεν προς την εσπέραν την Στρώμνιτσαν.»

Ο Ιερέας Δημήτριος Καλλίμαχος, εθελοντής ιεροκήρυκας της 5ης Μεραρχίας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), έγραψε: « …..Έξαλλος η ελληνικοτάτη Στρώμνιτσα εώρταζε τα ελευθέρια. Κυρίαι και δεσποινίδες εφόρεσαν ρούχα πανηγυρικά δια να τιμήσουν την Ανάστασιν. Και εξηκολούθη ο φρενήρης ραντισμός……Υπό βροχήν ανθέων επροχώρησα προς την Μητρόπολιν συντετριμμένος. Εγνώριζα το σκληρόν απόρρητον, ότι κατά την προσυμφωνίαν, η Στρώμνιτσα δεν θα έμενεν ελληνική. Και που να εφαντάζοντο οι ατυχείς, ότι θα ήσαν παροδικαί αι ημέραι εν τω Παραδείσω…»

Ο δημοσιογράφος Φωκίων Φωτόπουλος, αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων,  περιέγραψε την μάχη με τον δικό του ενθουσιώδη και γλαφυρό τρόπο.  “ … Αποβαίνει απερίγραπτος ο ενθουσιασμός των κατοίκων της Στρωμνίτσης κατά την στιγμήν καθ΄ ήν οι Έλληνες στρατιώται εισήρχοντο εν θριάμβω εις την πόλιν των, κομισταί της ποθητής ελευθερίας. Οι κώδωνες των εκκλησιών εκρούοντο χαρμοσύνως, αι ελληνικαί και οθωμανικαί οικίαι ήσαν διακοσμιμέναι υπό δαφνών και μύρτων, πλείσται δε ελληνικαί σημαίαι εκυμάτιζον εις τους εξώστας των οικιών, από των οποίων κυρίαι και νεάνιδες έρραινον τους στρατιώτας με εύοσμα και δροσερά άνθη. Ο λαός της Στρωμνίτσης σύσσωμος εξήλθεν εις προϋπάντησιν των ελευθερωτών του, ηγουμένου του μητροπολίτου Στρωμνίτσης και των Ελλήνων ιερέων. Και όταν αι σάλπιγγαι του ελληνικού στρατού ερρύθμιζον το βήμα των στρατιωτών εισερχομένων εις την Στρώμνιτσαν, ρίγη συγκινήσεως διέδραμον τα μέλη των κατοίκων και δάκρυα ενθέου ενθουσιασμού επλήρωσαν τους οφθαλούς των. Από τα στόματα όλων μια διάπυρος φωνή εξήλθε, φωνή θριάμβου και αγαλιάσεως. Υπό τας ζητωκραυγάς και τας ευχάς των κατοίκων της Στρωμνίτσης οι Έλληνες στρατιώται εισήλθον εις την πόλιν περί την ώραν 5ην μμ της 25ης Ιουνίου 1913, (ημέρα απελευθέρωσης αναφέρεται επισήμως η 26η Ιουνίου), ευθύς δε υψώθη επί του διοικητηρίου η κυανόλευκος συμβολίζουσα την ελευθερίαν……”.

 Στην ίδια μάχη ο δημοσιογράφος Σταμάτης Σταματίου, γνωστός ως Σταμ-Σταμ, αναδείχθηκε ήρωας κατορθώνοντας να παλέψει με Βούλγαρο σημαιοφόρο και να πάρει λάφυρο εχθρική σημαία, η οποία φυλάσσεται στο Εθνολογικό Μουσείο της Αθήνας (Παλιά Βουλή).

Όταν ελευθερώθηκε η Στρώμνιτσα η Ελληνική Κοινότητα, όσον αφορά το επιστημονικό και μορφωτικό επίπεδο των μελών της, βρέθηκε να έχει τέσσερεις γιατρούς, δύο νομικούς, δύο φιλολόγους, έναν μαθηματικό και εκατό περίπου διδασκάλους και διδασκάλισσες διασκορπισμένους σε σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων της Θράκης και της Μακεδονίας. Εξέχουσα μορφή μεταξύ αυτών κατείχε  ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, ο οποίος υπηρέτησε σε σπουδαία Κέντρα του υπόδουλου ελληνισμού (Χειμάρα, Μοναστήρι, Κωνσταντινούπολη κλπ). Μεταξύ αυτών και στη Γουμένισσα του Ν. Κιλκίς.

Η χαρά των Στρωμνιτσιωτών κράτησε ένα μήνα. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου που υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου 1913 η πόλη επιδικάστηκε στους Βούλγαρους. Με διαταγή του Βασιλιά το άγγελμα της θλιβερής είδησης στους κατοίκους ανατέθηκε στον επιχώριο Μητροπολίτη Αρσένιο Αφεντούλη. Ήταν ο τελευταίος Έλληνας Μητροπολίτης της πόλης (1910-1913). Μετέπειτα τοποθετήθηκε στη Λάρισα και υπηρέτησε την περίοδο (1914-1934), επιτελώντας σπουδαίο έργο.

Οι Έλληνες έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους και πόνο καρδιάς αναχώρησαν για την ελεύθερη Ελλάδα με δικά τους μέσα ή με μεταγωγικά του Στρατού. Ημερομηνία παράδοσης είχε ορισθεί η 10η Αυγούστου. Οι Βούλγαροι παρουσιάστηκαν στις 19 του ίδιου μήνα και παρέλαβαν την καμένη πόλη από ελληνικό λόχο.

“…. Το πρωί της αποφράδας ημέρας, φέρανε τα μουλάρια, με δέσανε πάνω σ΄ ένα με την Ιφιγένεια αγκαλιά, στο άλλο η μάνα μου με την Αλεξάνδρα αγκαλιά και ο θείος μου ο Λαναράς τον Γρηγόρη. Πήραμε και βρέφος, το κοριτσάκι της θείας μου, αλλά δεν άντεξε στην ταλαιπωρία και την ίδια ημέρα που φθάσαμε στην Δοϊράνη,  πέθανε. …… Το πρωί ήλθε ο πατέρας μου και μας είπε το θλιβερό μαντάτο. Κάηκε η Στρώμνιτσα, όλα ερείπια, τα σπίτια, το γυμνάσιο, η εκκλησία (ο Άγιος Δημήτριος). Τα κάψανε οι Στρωμνιτσιώτες. Ύστερα μάθαμε και το συγκινητικό περιστατικό της Παπαβασιλείου που γύρισε στη Στρώμνιτσα να κάψει το σπίτι της, που κατά σύμπτωση, δεν είχε πάρει φωτιά. Της είπε η μάνα της, γιατί καις το σπίτι, όταν θα γίνει ελληνική η πατρίδα που θα καθίσουμε; Και η Μαριόγκα απάντησε: Ας γίνει ελληνική η Στρώμνιτσα και πάλι θα το χτίσουμε!” (Αφήγηση της Ειρήνης Ευθυμιάδου που την κατέγραψε ο Λύσανδρος Φάσσος το 1990).

 Αρκετοί εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς, στο ερειπωμένο μετά την ομώνυμη μάχη και την πυρκαγιά τον Ιούνιο του 1913. Από την απογραφή του ιδίου έτους φαίνεται πως οι κάτοικοι του Κιλκίς ήταν 1590, προφανώς σχεδόν όλοι Στρωμνιτσιώτες. Στην νέα πατρίδα δόθηκε το όνομα Νέα Στρώμνιτσα. Πρώτος Δήμαρχος διορίστηκε (1913-1915) ο Στρωμνιτσιώτης Κωνσταντίνος Σταμπουλής. Άλλοι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν σε άλλους ελληνικούς τόπους, κυρίως στη Θεσσαλονίκη. 

Η πρώτη εγκατάσταση στο Κιλκίς ήταν δύσκολη. “...Αλλοι εγκαταστάθηκαν στον τουρκομαχαλά, άλλοι στον Φραγκομαχαλά και άλλοι στις δύο καπναποθήκες που διασώθηκαν από την πυρκαγιά….”, έγραψε ο Αριστείδης Λευκίδης (1903-1985), γραμματέας του τοπικού Δήμου, Πρόεδρος των εδώ Στρωμνιτσιωτών, λόγιος και ερευνητής. Και η Δεσποινίς Ειρήνη (Ευθυμιάδου) αφηγήθηκε:  “ Εγκατασταθήκαμε σε ένα σπίτι παλιούρι, δυο δωμάτια,  παππούς, γιαγιά, δυο οικογένειες αδελφών. Ήρθε και ο θείος μου ο Λαναράς, παλικάρι αυτός και μείναμε όλοι μαζί. Άλλοι δεν είχαν που να μείνουν, τους φτιάξανε παράγκες από τη σημερινή οδό Καμπάνη και πέρα και προς τα κάτω μέχρι την 21η Ιουνίου….”.  

Κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) ο Ελληνικός Στρατός μετά τη μάχη της Δοϊράνης τον Σεπτέμβριο του 1918, έδωσε τη μάχη της Στρωμνίτσης κατά των τότε αντιπάλων δυνάμεων, που ήταν πάλι οι Βούλγαροι και οι σύμμαχοί τους Αυστριακοί και Γερμανοί. Κατέλαβε άλλη μια φορά τη Στρώμνιτσα και την επαρχία της. Από το Συνέδριο της Ειρήνης των Παρισίων (1919-1920)  και με πρόβλεψη στη Συνθήκη Νεϊγύ (1919) το διαμέρισμα Στρωμνίτσης παραχωρήθηκε στους Σέρβους. Παρέμεινε στο Βασίλειο Σέρβων – Κροατών και Σλοβένων και στη συνέχεια στη Γιουγκοσλαβία ως τη διάλυση της το 1991. Σήμερα ανήκει στην βόρεια γειτονικής μας χώρα.   

Πολλές φορές έχει διατυπωθεί το ερώτημα. Γιατί η Στρώμνιτσα, η Δοϊράνη, η Γευγελή, έμειναν εκτός ελληνικών συνόρων, αφού επανειλημμένα ελευθερώθηκαν από τους Έλληνες και είχαν σπουδαίες ελληνικές κοινότητες; Στις 3 Δεκεμβρίου του 1919 σε συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων κατέθεσε σχετική ερώτηση προς την τότε Κυβέρνηση ο βουλευτής Θεσσαλονίκης Φίλιππος Παπαγεωργίου: Ρώτησε, “… αν διεξεδικήθη εις το συνέδριον της Ειρήνης (Βερσαλλιών,1919) η απόδοσις της Στρωμνίτσης και αν ελήφθησαν υπόψιν οι επανειλημμένως τηλεγραφηθέντες εις το συνέδριον και τον Βενιζέλον πόθοι των Ελλήνων, Τούρκων και Ισραηλιτών περί ενώσεως με την Ελλάδα και ένεκα ποιων ιστορικών και άλλων λόγων επεδικάσθη αύτη εις την Σερβίαν μολονότι ουδείς Σέρβος υπάρχει εις την επαρχίαν ταύτην”.

Απάντησε ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος: “….Δεν διεκδικήσαμε την Στρώμνιτσα και οι αιτήσεις των Στρωμνιτσιωτών δεν ελήφθησαν υπόψιν, δεν στηρίχθηκαν από την Ελληνική Κυβέρνηση, διότι με τη ελληνοσερβική συνθήκη του 1913 η κοιλάδα της Στρώμνιτσας άνηκε στην σερβική επιρροή...”. 

Συνέχισε λέγοντας, πως από τη στιγμή που η συνθήκη έδωσε τη Στρώμνιτσα στη Σερβία δεν μπορούσε να αναμένει κανείς από τον ίδιο να εμφανιστεί στο Συνέδριο της Ειρήνης και να επιβουλευθεί την συμμαχία. Πρόσθεσε, το 1915 δόθηκε ευκαιρία στην Ελλάδα να πραγματοποιήσει τους πόθους των Στρωμνιτσιωτών. Τότε, όταν επιστρατεύθηκε η Βουλγαρία για να επιτεθεί στη Σερβία, ρώτησα τον Πάσιτς (Πρωθυπουργό της Σερβίας), αν συμφωνούσε οι καζάδες Γευγελής και Δοϊράνης να περιέλθουν στην Ελλάδα και η Σερβία να παραιτηθεί από τη Στρώμνιτσα. Ο Πάσιτς απάντησε μετά από τέσσερεις μήνες ότι αποδέχεται, επειδή η Σερβία αποβλέπει στην αξία της φιλίας με την Ελλάδα με τον ρητό όρο πως δεν θα προδίδαμε τις συμμαχικές μας υποχρεώσεις και αν δεν θα βλέπαμε απαθείς τη συντριβή της Σερβίας από την Βουλγαρία.

Ο Πρωθυπουργός επεσήμανε: “Δυστυχώς αφήσαμεν την Σερβίαν αβοήθητον (εννοούσε την επίθεση της Βουλγαρίας κατά της Σερβίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο, πριν την ένταξη ελληνικών δυνάμεων στο πλευρό της Ανταντ, Αγγλων, Γάλλων κλπ). Συνεκινήθην εκ των εκκλήσεων των Στρωμνιτσιωτών προς εμέ και εσκεπτόμην πως επέρασεν εμπρός από τα πόδια μας η ευκαιρία να επεκτείνωμεν τα όρια. Είναι αδύνατον να φαντασθήτε πόσον ήμην δυστυχής. Ούτε σκιά όμως σκέψεως υπήρχε όπως αποτανθώ εις την Σερβίαν και είπω: Λησμονίσατε τας καταστροφάς ας υπέστητε και δώστε μας την Στρώμνιτσαν και την Δοϊράνην. Δεν ήθελα να δημαγωγήσω ότι εζήτησα την Στρώμνιτσαν αλλά δεν μου την έδωκαν….”. (Εφ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φ. 4.12.1919).

 Ας επιστρέψουμε στο 1913. Οι Έλληνες Στρωμνιτσιώτες έφεραν στο Κιλκίς και τα τιμαλφή της Πίστης, την Εικόνα των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων και ιερό λείψανο του μάρτυρα Αγίου Πέτρου. Από την πυρκαγιά του Κιλκίς του 1913, έγραψε ο Αριστείδης Λευκίδης, σώθηκαν δύο εκκλησίες. Του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Αθανασίου, η δεύτερη με την άφιξη των ομογενών από τη Στρώμνιτσα αφιερώθηκε στη μνήμη των Δεκαπέντε Μαρτύρων. Ο έτερος αείμνηστος Αριστείδης του Κιλκίς, ιστορικός, λαογράφος Σιδέρης κατέγραψε πως η Εικόνα των Αγίων φιλοτεχνήθηκε το 1845 από τον αγιογράφο Νικόλαο Χατζημιχαήλ. Τοποθετήθηκε στον ναό του Αγίου Αθανασίου που κατ΄ άλλους ήταν ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και μετονομάστηκε σε ναό των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων. Ο νέος ναός ο αφιερωμένος στους Ιερομάρτυρες πολιούχους του Κιλκίς θεμελιώθηκε το 1976 και εγκαινιάστηκε στις 21 Οκτωβρίου 1990. Ναός αφιερωμένος στους Ιερομάρτυρες υπάρχει και στην παλιά Στρώμνιτσα, ο οποίος ανηγέρθηκε το 1970.

 Την βιογραφία των Ιερομαρτύρων την διέσωσε ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Θεοφύλακτος (1018-1092) και συνέταξε την ακολουθία τους. Καθιερώθηκε ως ημέρα εορτασμού της μνήμης τους η 28η Νοεμβρίου. Η ακολουθία τυπώθηκε το 1741 από τη Μονή Οσίου Ναού Αχρίδος στην Μοσχόπολη, από τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλως και πρώην Τιβεριουπόλεως Γρηγόριο στην Κωνσταντινούπολη το 1830. Το 1891 από τους Στρωμνιτσιώτες στην Θεσσαλονίκη και το 1930 από τους Στρωμνιτσιώτες Κιλκίς στη Θεσσαλονίκη (εφ. Μαχητής του Κιλκίς, 27.11.1981). Τα τελευταία χρόνια, νομίζω, πως έχει συνταχθεί νέα ακολουθία από τον νυν Σεβασμιότατο Εδέσσης κκ Ιωήλ.

Οι Στρωμνιτσιώτες με την εγκατάστασή τους στο Κιλκίς και την εργατικότητά τους τίμησαν την νέα τους πατρίδα. Συνέβαλαν στην ανάπτυξή και την πρόοδό της μαζί με όλους τους άλλους κατοίκους της πόλης που έκαναν τον τόπο αυτόν Πατρίδα τους. Τους εκριζωμένους από τις πατρογονικές τους εστίες τον Καύκασο, την Ανατολή Θράκη, τον Πόντο, την Μικρά Ασία, την Ανατολική Ρωμυλία και περιοχές πέραν των βορείων συνόρων μας.

Τις δεκαετίες του 1910 και 1920 άρχισε μια νέα σελίδα ιστορίας του Κιλκίς με προστάτες και εφόρους της πόλης τους Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες Τιβεριουπόλεως. 

Χρήστος Π. Ίντος

Πολυμέσα