Από το Αθηνόραμα:
Η πρόσφατη ελληνική Ιστορία εμπνέει για άλλη μία φορά τον Παντελή Βούλγαρη, ο οποίος τη χρησιμοποιεί συχνά ως φόντο μιας συγκινητικής ανθρώπινης περιπέτειας, άλλοτε εν πολλοίς μυθοπλαστικής («Χάπυ Νταίη», «Ψυχή Βαθιά») και άλλοτε βασισμένης σε αληθινά γεγονότα και πρόσωπα («Ελευθέριος Βενιζέλος», «Πέτρινα Χρόνια»). Το «Τελευταίο Σημείωμα» αφηγείται την ιστορία του κομμουνιστή και συνδικαλιστή Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ο οποίος συνελήφθη από το καθεστώς Μεταξά, εξορίστηκε και κατέληξε στις φυλακές Ακροναυπλίας, απ’ όπου παραδόθηκε στους Γερμανούς μαζί με εκατοντάδες άλλους πολιτικούς κρατούμενους.
Η ταινία τον συναντά στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, όπου ασκεί χρέη διερμηνέα για τον διοικητή του, τον υπολοχαγό των SS Καρλ Φίσερ. Ο τελευταίος νιώθει αντιφατικά συναισθήματα γι' αυτόν, τον παίρνει μαζί του σε εκδρομές, του προτείνει να φύγει με τη μνηστή του για τη Γερμανία, αλλά τον απειλεί και τον τιμωρεί όταν του μιλάει ειλικρινά και χωρίς δουλοπρέπεια.
Ένα από τα αφηγηματικά πλεονεκτήματα της ταινίας είναι ότι προσπαθεί όσο μπορεί να εστιάζει στα όσα διαδραματίζονται εντός του στρατοπέδου. Η περιγραφή είναι ρεαλιστική, με λιγοστές γραφικότητες (ο Ούγγρος δεσμοφύλακας, ο κρατούμενος που επιπλήττει τον Σουκατζίδη σαν ένα είδος ένοχης συνείδησης) και μερικές καλοστημένες λεπτομέρειες (το καρβέλι με τις τρεις χαρακιές-χαραμάδες ελπίδας και διαφυγής). Το βάρος όμως πέφτει στη σχέση του ναζί αξιωματικού με τον Έλληνα κρατούμενο, ένα δραματικά και ιδεολογικά πρωταγωνιστικό δίδυμο το οποίο αντιπαρατίθεται ψυχολογικά, πολιτικά κι εντέλει πολιτισμικά, με τον Σουκατζίδη (ένας λιτός, ερμηνευτικά αποτελεσματικότατος Ανδρέας Κωνσταντίνου) να έχει τη σεναριακή εύνοια –καθότι αγέρωχος, πράος και θαρραλέος, πραγματικός ήρωας–, αλλά με τον εσωτερικά ταραγμένο Καρλ Φίσερ να κερδίζει τελικά τις εντυπώσεις, κυρίως χάρη στην ερμηνεία του έμπειρου Αντρέ Χένικε («Η Πτώση», «Victoria»).
Το σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάνη και του Παντελή Βούλγαρη κεντάει ψιλοβελονιά την (σχεδόν ερωτική) έλξη και ταυτόχρονα αναπόφευκτη απώθησή τους, η οποία συμπυκνώνει εύστοχα μια δυναμικά δραματική σύγκρουση χαρακτήρων, απόλυτα συνδεδεμένη με τη φονική σύγκρουση κρατών και ιδεολογιών που μαίνεται γύρω τους. Αυτό το γύρω τους, αντίθετα, αντιμετωπίζεται από την ταινία με ακαδημαϊκή ευπρέπεια, η οποία, πατώντας στη διεκπεραιωτική διήγηση γεγονότων (εντελώς περιττή η σκηνή δολοφονίας του υποστράτηγου Κρεχ) και στους σχηματικούς υποστηρικτικούς χαρακτήρες, οδηγεί το στόρι μέχρι την κορύφωσή του, την εκτέλεση των 200 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944. Κι ενώ έχει προηγηθεί ένα καλοσκηνοθετημένο, βαθιά ανθρώπινο αποχαιρετιστήριο γλέντι, εκεί όλα κινούνται στο ρελαντί κυριολεκτικά και μεταφορικά, οι μελοδραματικοί τόνοι ανεβαίνουν κατακόρυφα και η εύκολη συγκίνηση εκβιάζεται με έναν αταίριαστο μέχρι τότε χολιγουντιανά μεγαλόσχημο, εκκωφαντικό τρόπο.