«Να κοιτάνε την πηγή: ποιος είπε κάτι ή/και ποιος το έγραψε», παροτρύνει αναγνώστες, ακροατές και όλους όσοι ασχολούνται με τον κόσμο των ειδήσεων, ο καθηγητής του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Νίκος Παναγιώτου.
Σε μία εφ’ όλης της ύλης συζήτηση με το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για το φαινόμενο της παραπληροφόρησης, που μαστίζει τις σύγχρονες κοινωνίες, ο καθηγητής του ΑΠΘ χαρτογραφεί τους κινδύνους της διασποράς των ψευδών ειδήσεων, μιλάει για τις «παγίδες» (και τις ευθύνες) του σημερινού ειδησεογραφικού τοπίου, αλλά και για τον σπουδαίο ρόλο που διαδραματίζει το Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στον τομέα της έρευνας του φαινομένου.
Αν και οι ψευδείς ειδήσεις δεν είναι μόνο σύγχρονο φαινόμενο, η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με το παρελθόν έχει να κάνει, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παναγιώτου, με τις νέες τεχνολογίες. «Το πιο σημαντικό στοιχείο που αλλάζει την επίδραση, τη διάδοση των ψευδών ειδήσεων είναι οι νέες τεχνολογίες. Παλαιότερα μπορεί να υπήρχαν ψευδείς ειδήσεις -και υπήρχαν- ωστόσο ένα καταλυτικό σημείο, στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε, είναι η δυνατότητα διάδοσης -το πόσο γρήγορα “ ταξιδεύουν” και πόσο …πιστευτές μπορεί να είναι. Αυτό δεν υπήρχε πριν και ειδικά τώρα με την τεχνητή νοημοσύνη προστίθενται τεχνολογικές δυνατότητες που καθιστούν το φαινόμενο αυτό ως ένα ζήτημα πρώτης προτεραιότητας καθώς αφορά την ουσία της Δημοκρατίας», υπογραμμίζει.
Ψευδείς ειδήσεις που πολώνουν, η «αχίλλειος πτέρνα» των δυτικών κοινωνιών
Ο καθηγητής του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ εκτιμά ότι ο αντίκτυπος ορισμένων ψευδών ειδήσεων είναι τέτοιος που ενέχει συχνά τον κίνδυνο πόλωσης μιας κοινωνίας. «Ας δούμε τον πόλεμο στην Ουκρανία. Σε τέτοιες συνθήκες, η διασταύρωση μιας είδησης είναι πάρα πολύ δύσκολη. Ταυτόχρονα, η διασπορά της φημολογίας είναι πάρα πολύ εύκολη. Δεν είναι λίγες οι φήμες που κατέληξαν να μεταδοθούν ως ειδήσεις και ταυτόχρονα να δημιουργήσουν την αντίστοιχη υποδοχή από το κοινό και να διαμορφώσουν στάσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση “ ειδήσεων” -στην πραγματικότητα φημών- που κατόρθωσαν να κυκλοφορήσουν ευρέως. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η “ είδηση” ότι ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι αγόρασε βίλα στην Αίγυπτο ή μία άλλη ότι αγόρασε βίλα στα Κατεχόμενα. Η “ είδηση” για την Αίγυπτο δημιουργήθηκε από δύο υποτιθέμενους δημοσιογράφους που δεν υπήρξαν ποτέ -ο ένας μάλιστα υποτίθεται ότι σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ενισχύοντας έτσι την εικόνα ότι προέβη σε αποκαλύψεις και τον σκότωσαν- και από ένα κανάλι στο YouTube, που δημιουργήθηκε μόλις για μία μέρα!», σημειώνει ο κ. Παναγιώτου.
Εξηγεί ότι ο αντίκτυπος τέτοιων ψευδών ειδήσεων είναι ικανός να υπονομεύσει την πόλωση μέσα στην ίδια την κοινωνία. «Αυτό είναι και το ευάλωτο σημείο των δυτικών κοινωνιών, το οποίο εκμεταλλεύονται τρίτες χώρες, οι οποίες θέλουν να ανατρέψουν στον παγκόσμιο χάρτη τον συσχετισμό», επισημαίνει.
Η «παγίδα» της γρήγορης είδησης
Πέραν των ψευδών ειδήσεων που πολώνουν υπάρχει και η «παγίδα» της γρήγορης είδησης, στο κυνήγι της οποίας πολλές φορές η ακρίβεια θυσιάζεται στον βωμό της ταχύτητας. «Αυτό είναι η ευαλωτότητα του δημοσιογραφικού συστήματος κι αυτό είναι που εκμεταλλεύτηκε ο χρήστης του Twitter (X), ο οποίος είχε διαδώσει ότι πέθανε ο Γαβράς, με αποτέλεσμα πολύ μεγάλα μέσα να μεταδώσουν την είδηση», επισημαίνει ο κ. Παναγιώτου. «Αυτή ακριβώς η ευαλωτότητα του συστήματος -να είμαι ο πρώτος που θα μεταδώσω την είδηση έναντι των ανταγωνιστών μου- δημιουργεί μία τρωτότητα του συστήματος, που πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να την εκμεταλλευτεί», προσθέτει ο καθηγητής του ΑΠΘ.
Οι fake κοινότητες των προθύμων, η δυσπιστία της κοινωνίας και η ευθύνη του χρήστη
Ο κ. Παναγιώτου τονίζει πως αυτό που συμβάλλει πάρα πολύ στη διάδοση των ψευδών ειδήσεων είναι ότι υπάρχουν κοινότητες προθύμων να τις διαμοιραστούν. «Πίσω από πολλές απ’ αυτές τις κοινότητες ουσιαστικά είναι ψεύτικοι λογαριασμοί στα social media. Εκεί είναι και η μεγάλη ευθύνη των τεχνολογικών κολοσσών καθώς για πολλούς λόγους -ανάμεσα τους εμπορικές σκοπιμότητες- επιτρέπουν αυτό το φαινόμενο να υπάρχει».
Ιδιαίτερη μνεία κάνει επίσης στο γεγονός ότι το πολύ μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τις επίσημες πηγές πληροφόρησης -πολλοί δεν εμπιστεύονται ούτε τους ίδιους τους γιατρούς, λέει χαρακτηριστικά- οδηγεί συχνά στη διασπορά ψευδών ειδήσεων. «Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να γίνει μέλος διάφορων κοινοτήτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να δει οτιδήποτε και να το διαμοιράσει δίχως δεύτερη σκέψη», διευκρινίζει ο καθηγητής, ενώ επισημαίνει και την ευθύνη του χρήστη σε αυτή την παθογένεια.
«Οι περισσότεροι από εμάς μένουμε στον εντυπωσιακό τίτλο και τον μοιραζόμαστε. Κρίσιμο σημείο στο κομμάτι της διάδοσης της ψεύδους πληροφορίας, της παραπληροφόρησης, είμαστε κι εμείς οι χρήστες. Από τη στιγμή, λοιπόν, που αναγνωρίσουμε ότι είναι μείζονος σημασίας ο χρήστης για τη διάδοση των ψευδών ειδήσεων, θα πρέπει να φροντίσουμε για την ενίσχυση των δεξιοτήτων του. Να μπορεί, δηλαδή, να κατανοήσει πώς μπορεί να διαχειρίζεται και να επιβεβαιώνει την πληροφορία που με τόσο απλό τρόπο έρχεται στην οθόνη του κινητού του».
«Είναι ευθύνη όλων μας στο ότι δεν συμβάλλαμε στο να γίνουν κατανοητές οι επιπτώσεις των ψευδών ειδήσεων στο ευρύ κοινό. Και για να γίνει αυτό πιο κατανοητό: είναι άλλο η πολιτική τοποθέτηση του ενός ή του άλλου μέσου και πολύ διαφορετικό, όταν αυτό γίνεται από έναν τρίτο εξωτερικό παράγοντα, ο οποίος θέλει να πολώσει την κοινωνία, να διχάσει, να μας κατευθύνει προς μία συγκεκριμένη στάση κι επιλογή, που εξυπηρετεί αλλότρια συμφέροντα. Είναι πολύ διαφορετικό αυτό το ζήτημα από το γεγονός ότι γνωρίζω π.χ. πως ένα συγκεκριμένο μέσο υποστηρίζει συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα. Αυτή είναι μία συνθήκη την οποία ξέρω, είναι ορατή και μπορώ να απαιτήσω να διορθωθεί -π.χ. μπορώ να απαιτήσω από το ΕΣΡ περισσότερο χρόνο για τα κόμματα κ.λπ. Τι κάνουμε όμως σε εκείνες τις περιπτώσεις, όταν εμφανίζεται μια στρεβλή είδηση, όπως ότι ο Ζελένσκι αγόρασε μια βίλα στα Κατεχόμενα; Μετά ο κόσμος αρχίζει να λέει γιατί βοηθάμε τους Ουκρανούς και την ίδια στιγμή, τρίτοι, οι οποίοι διαδίδουν αυτές τις φήμες, αγοράζουν τις περιουσίες Ελληνοκυπρίων», διευκρινίζει ο κ. Παναγιώτου.
Απαραίτητος ο ψηφιακός γραμματισμός
Έχοντας προτείνει και υλοποιήσει πολλά προγράμματα ψηφιακού γραμματισμού ακόμη και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ο κ. Παναγιώτου εκτιμά πως αυτό είναι ένα εκ των ων ουκ άνευ ζήτημα στο πλαίσιο της ενίσχυσης των δεξιοτήτων του χρήστη.
«Θεωρώ ότι δεν πρέπει να δούμε μόνο τεχνικά τον ψηφιακό γραμματισμό. Πρέπει να τον εντάξουμε σε μία ευρύτερη θεώρηση, που εγώ ονομάζω πολιτειακή αγωγή. Χρειάζεται ο πολίτης να ενημερώνεται και να αξιολογεί τις πηγές ενημέρωσης. Αυτό μπορεί να ξεκινάει από την έκτη δημοτικού μάξιμουμ και να συνεχίζεται. Επειδή όμως έχουμε “ τρέξει” με επιτυχία αντίστοιχα προγράμματα και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να εφαρμόζεται ίσως ακόμη και από την τετάρτη δημοτικού, αφού μεγάλος είναι ο αριθμός των παιδιών που χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες ήδη από έξι – εφτά χρονών», καταλήγει ο κ. Παναγιώτου.
Το Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά των ψευδών ειδήσεων
Το Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας -το μοναδικό εργαστήριο στην Ελλάδα που εξειδικεύεται στη μελέτη και έρευνα της Διεθνούς και Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας, ως ενός αναδυόμενου, παγκοσμίως, ερευνητικού και διδακτικού πεδίου για την μελέτη των συγκρούσεων και τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του δημοσιογράφου και των δημοσιογραφικών πρακτικών- ασχολείται εδώ και χρόνια με την παραπληροφόρηση και τις ψευδείς ειδήσεις καθώς είναι κι ένα από τα σημαντικότερα πεδία, πάνω στα οποία πραγματοποιεί έρευνες.
«Εμείς, στο Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ασχολούμαστε με το φαινόμενο από το 2015-2016. Στην προσπάθειά μας αυτή ακολουθήσαμε πολύ συγκεκριμένα βήματα, όπως η ανάλυση του φαινομένου, ενώ αναπτύξαμε και προτάσεις μέσα από την έρευνά μας. Δεν θέλαμε να μείνουμε μόνο σε ένα σημείο περιγραφικό -να πούμε δηλαδή ότι αυτό π.χ. είναι ψευδή είδηση. Ρόλος των εργαστηρίων και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων είναι να απαντούν και να προτείνουν λύσεις», εξηγεί ο κ. Παναγιώτου.
Σημειώνει, δε, ότι από το 2016 και μετά το Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας έχει αναπτύξει μία ευρεία, καινοτόμα δραστηριότητα γύρω από αυτό το θέμα. Στο πλαίσιο αυτό φέρνει ως παράδειγμα μια πρωτοβουλία του Εργαστηρίου, πάνω στην κορύφωση του προσφυγικού, όταν οι ψευδείς ειδήσεις ήταν ικανές να πυροδοτήσουν από τη μία στιγμή στην άλλη μια ήδη τεταμένη κατάσταση. «Θυμάστε την ψευδή είδηση ότι άνοιξαν τα σύνορα και τι αυτή είχε δημιουργήσει… Η είδηση κυκλοφόρησε μέσα από κλειστά δίκτυα, όπως το WhatsApp. Τι κάναμε λοιπόν; Προτείναμε να εκπαιδεύσουμε πρόσφυγες που έχουν τη γνώση της γλώσσας, γνωρίζουν τα δίκτυα, αλλά ταυτόχρονα είναι κομμάτι της ίδιας της κοινότητας, ώστε να μπορούν να απαντούν σε τέτοιου είδους φημολογία», αναφέρει ο καθηγητής του ΑΠΘ κι εκ των πρωτεργατών του Εργαστηρίου Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας. Παραδέχεται ότι αυτό δεν ήταν κάτι εύκολο, ωστόσο το αποτύπωμά του ήταν τέτοιο που έτυχε μεγάλης αναγνώρισης και επιβράβευσης.
Αναφέρεται σε μία ακόμα σημαντική παρέμβαση, ένα πρόγραμμα που υποστηρίζεται από την DG Reform EE και αφορά την ενίσχυση των δυνατοτήτων του ΥΠΕΞ, μέσω της εκπαίδευσης διπλωματών, για την αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων. «Θεωρείται ένα πολύ μεγάλη σημασίας πρόγραμμα, εξαιτίας της φύσης του. Αφορά την ενίσχυση του Υπουργείου Εξωτερικών, μέσω της εκπαίδευσης διπλωμάτων αναφορικά με την αναγνώριση, την αποτύπωση και την αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων. Είναι κάτι για το οποίο χαιρόμαστε ιδιαίτερα, καθώς είναι ένα πρωτοποριακό έργο και αντίστοιχης σημασίας παρέμβαση».
Καταλήγει, δε, λέγοντας πως το Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας θα συνεχίσει να εργάζεται αδιαλείπτως προς την κατεύθυνση της καταπολέμησης του φαινομένου των ψευδών ειδήσεων.
*Η συνέντευξη έγινε στο πλαίσιο του προγράμματος “ trAiNing mediA professionals on appLYing advanced, high-impact digital technologieS to combat dISinformation” – “ ANALYSIS”, στο οποίο συμμετέχει το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Το πρόγραμμα υλοποιείται με συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης