Δευτέρα, 31 Μαρτίου 2025, 11:24:27 πμ
Κυριακή, 23 Μαρτίου 2025 17:59

Σκέψεις περί ευθύνης υπουργών

Γράφει ο Χρήστος Σπίγκος.

          Εξ αφορμής της δηλωθείσας επιθυμίας του κ. Χρήστου Τριαντόπουλου να παραπεμφθεί απευθείας στο Δικαστικό Συμβούλιο, χωρίς να προηγηθεί πόρισμα της Προανακριτικής Επιτροπής, δημιουργήθηκε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

 

Κατά πρώτον είναι πρόδηλη η βούληση της κυβέρνησης και του κ. Μητσοτάκη να μην υποστούν τη βάσανο της δίμηνης συνεδρίασης μιας προανακριτικής επιτροπής της Βουλής υπό τα όμματα του πάνδημου ενδιαφέροντος για απόδοση δικαιοσύνης. Κατά δεύτερον επανήλθε στο προσκήνιο το περίφημο άρθρο 86 του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών.

          Πρόθεσή μου είναι να προσεγγίσω την υπόθεση της διαφορετικής   νομικής μεταχείρισης μεταξύ της ποινικής ευθύνης υπουργών και υφυπουργών κι εκείνης απλών πολιτών ή ακόμα και βουλευτών.

          Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

          Η ποινική ευθύνη υπουργών είναι ένας θεσμός που ρυθμιζόταν ήδη από τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα του 1832 και του 1844. To Σύνταγμα του 1864 περιείχε τις σχετικές διατάξεις  στα άρθρα 80-82.

          Το τότε σκεπτικό της ανάθεσης της δίωξης και της υποστήριξης της κατηγορίας κατά των υπουργών στη Βουλή και εν συνεχεία της εκδίκασης της υπόθεσης από Ειδικό Δικαστήριο, είχε ως δικαιολογητική βάση την άποψη ότι στα καθήκοντα του υπουργού, όπως και κάθε άλλου οργάνου της διοίκησης είναι η τήρηση των νόμων και η προστασία των συμφερόντων του κράτους. Υπάρχει όμως μια διαφορά. Ο έλεγχος της τήρησης αυτών των καθηκόντων ενός οργάνου διοίκησης γίνεται από την προϊσταμένη του αρχή.

          Σε αντιδιαστολή προς τα λοιπά όργανα της διοίκησης, των οποίων τα καθήκοντα είναι σαφώς καθορισμένα από τις οικείες διατάξεις, οι υπουργοί έχουν μεγάλη διακριτική ευχέρεια κατά τη λήψη πολιτικών αποφάσεων ακριβώς για να προάγουν τα συμφέροντα του κράτους. Όμως μια λανθασμένη πολιτική απόφαση μπορεί να επιφέρει αντίθετα προς τον νόμο αποτελέσματα.

          Κατά την κρατούσα άποψη μόνο ο ηγεμόνας, δηλαδή τότε ο βασιλιάς και σήμερα ο ΠτΔ, μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικά τους υπουργούς όταν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προκαλούν ζημία στο κράτος, ο οποίος και σήμερα συνεχίζει να είναι ανεύθυνος.

          Ελλείψει λοιπόν νομικού μέσου εξαναγκασμού του ηγεμόνα, δηλαδή σήμερα του ΠτΔ, να ελέγξει τον υπουργό θεωρήθηκε και συνεχίζει να θεωρείται ως κατάλληλο όργανο ελέγχου η Βουλή για το στάδιο της δίωξης του υπουργού (σήμερα και του υφυπουργού) και εν συνεχεία η Δικαιοσύνη για την εκδίκαση της υπόθεσης.

          Σήμερα η ποινική ευθύνη υπουργών και υφυπουργών ρυθμίζεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος. Το πρόβλημα που εδώ και χρόνια απασχολεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα είναι αν κάθε πράξη κατά την άσκηση των καθηκόντων ενός υπουργού ή υφυπουργού θα πρέπει να εμπίπτει στις ρυθμίσεις του εν λόγω άρθρου.

          Προφανώς η απάντηση είναι αρνητική και θα πρέπει να καθοριστεί κατά το ανθρωπίνως δυνατό το εύρος των πράξεων που περιλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος. Μια πρώτη προσπάθεια γίνεται από το γεγονός ότι το Σύνταγμα ορίζει ότι το ειδικό καθεστώς αφορά στις πράξεις που διενεργήθηκαν «κατά την άσκηση» και όχι «κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων του υπουργού». Με την πρώτη διατύπωση εξαιρούνται από το ειδικό καθεστώς οι πράξεις που είναι άσχετες με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων, όπως για παράδειγμα ο χρηματισμός, η υπεξαίρεση, η πλαστογραφία κ.ο.κ. Με τη δεύτερη διατύπωση όλες οι πράξεις χωρίς εξαίρεση που τελούνται κατά τη διάρκεια της υπουργικής θητείας υπάγονται στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 86.

          Ωστόσο η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει ότι η διάταξη του άρθρου 86 καλύπτει εν τοις πράγμασι οποιαδήποτε πράξη του υπουργού ή του υφυπουργού που αυτός τέλεσε ανεξάρτητα αν η πράξη αυτή συνιστά «καθ’ αυτήν τέλεση υπουργικής λειτουργίας», λ.χ. το μπάζωμα ή αν «τελέσθηκε εξ αφορμής εκτέλεσης υπουργικών καθηκόντων», όπως για παράδειγμα είναι η παθητική δωροδοκία, η υπεξαίρεση, η πλαστογραφία κ.ο.κ.

          Επομένως αποτελεί ψευτοδίλημμα να διερωτάται κάποιος αν πρέπει να καταργηθεί ή όχι το ειδικό καθεστώς του άρθρου 86 του Συντάγματος.

          Γνώμη μου είναι να βρεθεί ένας τρόπος, όσο δύσκολος κι αν φαίνεται ότι είναι, να διακριθούν οι επίδικες πράξεις ενός υπουργού ή ενός υφυπουργού σύμφωνα με όσα σε σχετικό άρθρο του υποστηρίζει ο ανώτατος Δικαστικός και πρώην πρωθυπουργός κ. Ιωάννης Σαρμάς. Δηλαδή να διακριθούν αν συνιστούν μέρος ή απόρροια μιας υπουργικής-πολιτικής λειτουργίας ή αν έγιναν επειδή κάποιος έτυχε να είναι υπουργός ή υφυπουργός κι έτσι βρήκε την ευκαιρία να χρηματιστεί ή να πλαστογραφήσει ή κάτι άλλο που δεν αποτελεί πολιτική πράξη.

          Στην υπόθεση του εγκλήματος των Τεμπών η πράξη του μπαζώματος είναι μια ξεκάθαρη πολιτική πράξη. Το επιβεβαιώνει η πρωθυπουργική άποψη ότι «το μπάζωμα μπορεί να έγινε για καλό σκοπό».

          Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι όφειλε να συνεχιστεί το έργο της προανακριτικής επιτροπής και ο κατ’ εντολήν «ήρωας» κ. Τριαντόπουλος να τεθεί υπό τον έλεγχο της Βουλής και στο τέλος η Ολομέλεια ν’ αποφασίσει αν θα διωχθεί ή όχι.

          Όλα τα υπόλοιπα είναι εκ του πονηρού και ιδιαίτερα επικίνδυνα, αν μάλιστα πλην των άλλων υποστηρίζουμε ότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη πότε στο Κοινοβούλιο ή πότε στη Δικαιοσύνη ή πότε και στα δύο.