Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2024, 7:01:34 πμ
Τετάρτη, 14 Ιανουαρίου 2009 06:56

Νίκος Κωνσταντινίδης : Τα χνάρια του χρόνου

Ο  χρόνος ως έννοια ιστορική και φιλοσοφική απασχόλησε από παλιά τον άνθρωπο. Στο «πρόσωπό» του έχουν πλασθεί μύθοι και θεωρίες. Άλλοτε είναι  ο Θεός Κρόνος που τρώει τα παιδιά του, κι άλλοτε  η μονάδα μέτρησης με βάση την περιφορά της γης γύρω από τον ήλιο.
Είναι αλήθεια πως, αν δεν υπήρχε ο άνθρωπος, να τον μετρά, δεν θα υπήρχε και ο χρόνος. Είναι επίσης αλήθεια, πως ο χρόνος από μόνος  του είναι κενός. Εκείνα που του δίνουν μετρήσιμο μέγεθος, είναι τα γεγονότα. Αυτά ορίζουν τη σημασία του και προσδιορίζουν ποιοτικά το περιεχόμενό του.


Ο άνθρωπος υπάρχει ως έννοια στο χρόνο, ανάλογα με το πως ζει, πως λειτουργεί και προπάντων πως αντιλαμβάνεται τα γεγονότα. Γι’ αυτό κι ο χρόνος κυλά διαφορετικά για τον καθένα μας. Για κάποιους κυλά αργά και για κάποιους γρήγορα. Για ορισμένους  είναι «πούπουλο» και για μερικούς αποτύπωμα σε πέτρα. Για άλλους πέλαγος και για άλλους τέναγος. Και για τους πλέον σοφιστικέ, είναι μια αδιάσπαστη ενότητα που τέμνεται κάθετα από τα γεγονότα.
Δεκέμβρης 31 του μήνα. Ο παλιός ο χρόνος στέκεται απολογητικά απέναντι στον εαυτό του. Ρίχνει μια ματιά στον καθρέφτη, πριν τον καταπιεί το σκοτάδι της  νύχτας, και μονολογώντας λέει:
«Βλέπω τα χνάρια μου πάνω σε αυλακωμένα πρόσωπα και σε πατημασιές ξεθωριασμένες. Τα αποτυπώματά μου στη σκόνη των φτερών της πεταλούδας και στη στάχτη των σβησμένων άστρων.
Βλέπω τους ωροδείκτες να σέρνουν τη ζωή στα υπόγεια και στους δρόμους της Αθήνας. Βλέπω τη βία και τα θύματά της: Τον Αλέξη και το Διαμαντή. Το μαθητή και τον αστυφύλακα. Βλέπω τους νέους να διαδηλώνουν θυμωμένοι, γιατί αντιλαμβάνονται το αύριο σαν ένα χελιδόνι, που φτερουγίζοντας χάνεται μέσα από τα χέρια τους.
Βλέπω, ακόμη, την ελευθερία ταπεινωμένη στα ερείπια της Γάζας, εκεί όπου ανθεί ο θάνατος και η μνήμη ποτίζεται με αίμα.
Και τότε, σκάβω μέσα μου βαθιά. Να βρω τι έμεινε από ό,τι πίστεψα, από ό,τι έκρυψα κι από ό,τι έθαψα.  Κουράσθηκα να κρύβομαι κι από τα μάτια του δικού μου κόσμου»…
Ο χρόνος, την 12η ώρα της αλλαγής, είναι ταυτόχρονα σταθμός και αφετηρία. Ανάμνηση και προσδοκία. Μαυροπίνακας και πίνακας ζωγραφικής. Λίγα  γραμμάρια μελάνι σε λευκό χαρτί και τίποτα παραπάνω.
Κυλά ο χρόνος απαριθμώντας ασπρόμαυρες φωτογραφίες. «Στέκει» σε γεύσεις από μακρινές εποχές. Καταμετρά χαρές και χίμαιρες. Και  καθώς ανασκαλίζει στην τέφρα των ονείρων για τυχόν κρυμμένα αποκαΐδια, σβήνει μαζί με αυτά στις ρούγες της καβαφικής «Πόλης».
Μοναδικό μου κέρδος, συλλογιέται, οι θύμησες  από καιρούς που δεν οξειδώθηκαν. Από στιγμές που ζυμώθηκαν με την αρμύρα και τον ήλιο. Από δειλινά, που σκόρπαγαν τη μυρωδιά από το νοτισμένο χώμα. Από εποχές που η αλήθεια ήταν ιδέα, και η αγάπη ασυνθηκολόγητο συναίσθημα.
Παίρνει ο χρόνος μιαν ανάσα και συνεχίζει το ταξίδι του πάνω στις ράγες της ψυχής. Σταματά σε σταθμούς που συντηρεί η μνήμη. Σε μέρη όπου ψηλώνει ο ουρανός για να χωρέσει ο άνθρωπος.
Κοιτά τα ξηραμένα τριαντάφυλλα στο βάζο και συνεχίζει με ό,τι του  απέμεινε: Λίγο κατακάθι, από απόσταγμα σκέψης και πενταπόσταγμα σιωπής. 
Αντιλαμβάνεται πως όσο ο καιρός περνά, όλα γίνονται και πιο έντονα. Αισθάνεται την ανυπέρβλητη δύναμη που έχει η νοσταλγία. Νιώθει πως όλα είναι μία διαρκής επιστροφή…Γιατί δίχως αυτήν δεν θα υπήρχε καμιά «Οδύσσεια».
Η νύχτα ξαγρυπνά φωτίζοντας με πυροτεχνήματα του ουρανό τα όνειρα. Οι δείχτες του ρολογιού σημαδεύουν μεσάνυχτα. Είναι η στιγμή που ενώνει το πριν και το μετά, σε μια ενότητα, σαν κι εκείνη που δένει το πάθος με το άνθος και τα νιάτα με τη φλόγα.
Με τον καιρό βαραίνουν τα βήματά του.  Ξέρει, όμως,  πως τα βιώματά του, είναι που κάνουν να πατά γερά στη γη. Αυτά είναι που τον κάνουν προσγειωμένο.
Η 12η ώρα, είναι η στιγμή, που η ζωή διαστέλλεται. Απλώνεται ανάμεσα στη ματαιότητα και την πραγματικότητα. Την ουσία και την ουτοπία. Είναι η στιγμή, που χαμηλώνει μέσα σου το φως, καθώς από πρόσωπο, μετουσιώνεσαι σε μορφή της ψυχής σου.
Είναι τότε που μαθαίνουμε αυτούς που αγαπάμε με τα αληθινά τους ονόματα. Κάνουμε νέες συμφωνίες  με τον εαυτό μας, ακυρώνουμε τις παλιές, κρύβουμε, ό,τι μας πληγώνει και προχωράμε.
Ξέρουμε πλέον ότι και τα θέλω έχουν την ηλικία τους. Ότι η ζωή δεν είναι κύκλος αλλά βέλος που φεύγει ίσια μπροστά. Πως κάθε στιγμή είναι ξεχωριστή και δεν μπορεί να ανακτηθεί. Γιατί ό,τι πέρασε έχει χαθεί.
Έτσι είναι. Ο χρόνος κυλά, όπως και τα αυτοκίνητα. Με διαφορετική  ταχύτητα, ανάλογα με τα άλογα της μηχανής και την ανηφόρα της ζωής.
Στο ταξίδι αυτό με το χρόνο μη φοβηθείς. Και προπάντων μην δεθείς σαν τον Οδυσσέα σε κανένα κατάρτι. Απόλαυσε, ελεύθερος, το τραγούδι των σειρήνων, κι αν από τη  μαγεία του παρασυρθείς,  μην πτοηθείς. Τη ζωή, καμιά φορά, την ομορφαίνουν και τα λάθη. Και μην ξεχνάς αυτό που είπαμε: Ότι ο χρόνος δεν είναι κύκλος αλλά βέλος. Φτάνει, που και που, να βρίσκει το στόχο του…