Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος τελείωνε έξω από το Μυλοχώρι. Τα συνεργεία της Μ.Ο.Μ.Α (Μικτές Ομάδες Μηχανημάτων Ανασυγκρότησης), δούλευαν για επέκταση της ασφαλτόστρωσης, που τα επόμενα χρόνια, μέσα από το βουνό, το Μπεασλή όπως το έλεγαν, έφθασε στη Ροδόπολη.
Στην πλατειούλα του χωριού, το καφενείο του μπάρμπα Κυριάκου ήταν κλειστό. Χαιρέτησα και συστήθηκα με δυο τρεις ανθρώπους που ήταν εκεί και στη συνέχεια βρέθηκα έξω από το δημοτικό σχολείο. Τα μαθήματα δεν είχαν αρχίσει ακόμη, καλημέρισα το νεαρό δάσκαλο και πέρασα στην αυλή.
-Βάφουμε, είπε ο δάσκαλος και συστήθηκε, Θόδωρος. Πριν προλάβουμε να συζητήσουμε, κατέφθασαν ο σχολίατρος Θέμης Ναούμης, με τον Κωστόπουλο, τον επιθεωρητή, να ελέγξουν την ετοιμότητα του σχολείου. Τους διαβεβαίωσε ο δάσκαλος ότι όλα θα ήταν έτοιμα και πριν φύγουν μπήκαν για λίγο στο εσωτερικό του σχολείου. Ο ελαιοχρωματιστής που έβαφε το ταβάνι συνέχισε να δουλεύει πάνω στη σκάλα, χωρίς να δώσει σημασία στους επισκέπτες. Η Μαυροπλαγιά τότε είχε περίπου σαράντα μαθητές, όπως ανάφερε ο δάσκαλος.
Σήμερα έχει λιγότερους από τριάντα κατοίκους. Κλειστό το σχολείο!!!, δεν ακούγεται παιδική φωνή, στο χωριό.
Έχει και ένα άλλο χωριουδάκι, είπε ο δάσκαλος, δυο τρία χιλιόμετρα μακριά, όπου έφθασα με μεγάλη προσοχή, οδηγώντας σε ένα δρόμο-μονοπάτι, στην πλαγιά του βουνού. Ήταν το Καπνοχώρι, με δυο σπίτια και τρία ηρωικά παιδιά, μαθητές του δημοτικού σχολείου Μαυροπλαγιάς, που πηγαινοέρχονταν καθημερινά με τα πόδια. Σήμερα δεν κατοικείται, μόνο αποθήκες και χαλάσματα απόμειναν.
Μέσα Μαΐου 1970 απόγευμα Κυριακής ορίστηκε ο ποδοσφαιρικός αγώνας, Νίκη Ευκαρπίας-Πάικο Γουμενίσσης.
Στον αγώνα της Γουμένισσας είχαν γίνει σοβαρά επεισόδια, γι΄ αυτό πήραμε αυστηρά μέτρα. Παρακαλέσαμε τους διαιτητές να είναι προσεκτικοί και αυστηροί, ζητήσαμε και την βοήθεια των αρχηγών, του φοιτητή τότε Γιώργου Συμπιλίδη και του Γκόνου Καρατζά.
Στο πρώτο πεντάλεπτο του αγώνα, έτρεξε ο αρχηγός της Γουμένισσας στον διαιτητή, κάτι του είπε δείχνοντας το Νο 10 της Ευκαρπίας. Σταμάτησε το παιχνίδι και πριν καλέσει ο διαιτητής κοντά του το Νο 10, αυτός έφυγε βολίδα από το κέντρο του γηπέδου προς το ποτάμι, τότε δεν υπήρχε περίφραξη και χάθηκε μέσα στα σπαρτά.
Πιάστε τον κύριε αστυνόμε, πιάστε τον, φώναζε ο Καρατζάς, παίζει με πλαστό δελτίο, είναι ο Θεόδωρος Πιπερίδης, ο δάσκαλος της Μαυροπλαγιάς, ποδοσφαιριστής του Κιλκισιακού.
Έτσι ο ποδοσφαιριστής εξαφανίσθηκε, ο αστυνόμος δεν υπήρχε λόγος να κυνηγά τους ποδοσφαιριστές στα χωράφια, ο διαιτητής διέκοψε τον παιχνίδι, έσβησαν γρήγορα κάποιες παλικαριές ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές και η υπόθεση, μάλλον παραπέμφθηκε στα ποδοσφαιρικά όργανα. Δεν μάθαμε την απόφαση, γεγονός όμως είναι, ότι πάντα οι αγώνες Νίκης Ευκαρπίας-Πάικου Γουμενίσσης, είχαν και έχουν κάτι να διηγηθούν.
Όσο για τον δάσκαλο της Μαυροπλαγιάς, το Θόδωρο όπως τον θυμόμουν, εμφανίσθηκε μετά από καμιά ώρα στην κυρά Φωτεινή, με την ποδοσφαιρική ενδυμασία, φορώντας το περίφημο δέκα στην πλάτη.
Έτσι έγινε η δεύτερη περιπετειώδης αντάμωση αστυνόμου-δασκάλου, πίνοντας τελικά ρετσίνα στου Συμπιλίδη. Τακτικές είναι και οι τωρινές μας συναντήσεις, παρά τις διαφωνίες μας, με σημαντικότερη, αν το τσίπουρο με γλυκάνισο είναι καλύτερο από τη γράπα.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1969, ήρθε η σειρά να επισκεφτώ και τους Πετράδες. Μεσημέριασε όταν σταμάτησα στη μικρή πλατεία, όπου καθόντουσαν και συζητούσαν κάποιες γιαγιάδες. Γύρω τους έπαιζαν καμιά εικοσαριά παιδιά. Καλημέρισα της γιαγιάδες, μαζεύτηκαν γύρω μου τα παιδιά. Ένας τριαντάρης, που καθόταν στο μικρό καφεπαντοπωλείο της πλατείας, πλησιάζοντας συστήθηκε, ήταν ο δάσκαλος του χωριού, τα παιδιά είχαν διάλειμμα και με προσκάλεσε στο τραπέζι του. Έφτασε και ο καφεπώλης, ένας λεπτός, καλοκάγαθος άνθρωπος, συστήθηκε ευγενικά, Παναγιώτης είπε, αν θυμούμαι καλά και προσφέρθηκε να κεράσει το δάσκαλο και τον αστυνόμο.
Πριν εκφράσω την επιθυμία μου για καφέ, ο δάσκαλος πρότεινε:
-Μεσημέριασε αστυνόμε, πού θα πας να φας τέτοια ώρα, Πάντσο, είπε στον καφετζή, φέρε μας μια «μαλαματίνα».
Φώναξε κάποια μεγάλα παιδιά, τους ψιθύρισε κάτι, μπήκε μέσα στο ημιυπόγειο καφεπαντοπωλείο και επέστρεψε.
Τα παιδιά σύντομα έφθασαν κρατώντας στα χέρια τους αυγά και ντομάτες. Σε λίγο ήρθε η πρώτη τηγανιά, ψιλοκομμένη κονσέρβα κόρνεμπιφ με μπόλικα αυγά. Ήρθαν οι γιαγιάδες κοντά, πιάσαμε κουβέντα, ήρθε και άλλη ρετσίνα και άλλη τηγανιά, μέχρι που τελείωσαν τα αυγά, πιθανόν και τα κόρνεπιφ και οι ρετσίνες.
Ο καφετζής φαινόταν ότι κάτι ήθελε να πει, κάτι ήθελε να ζητήσει, κάποια στιγμή, κάθισε μαζί μας στο τραπέζι, πήρε το θάρρος και ζήτησε να μεσολαβήσω στον Μητροπολίτη τον Χαρίτωνα, ώστε να χειροτονηθεί ιερέας. Τον είχε επισκεφθεί μερικές φορές αλλά, άγνωστο για πιο λόγο, απέρριπτε το αίτημά του, όπως είπε.
Ευγενικά αρνήθηκα, δεν είναι η δουλειά μου κύριε Παναγιώτη, είπα.
-Ε, κύριε αστυνόμε, επέμενε, εσείς αν θέλετε μπορείτε.
Τότε οι αστυνόμοι ήταν για όλες τις υποθέσεις, οι πολίτες πίστευαν ότι έλυναν και έδεναν παντού, ακόμη ότι μπορούσαν να αλλάξουν και τη γνώμη του Δεσπότη. Περιττό να πω ότι όλα ήταν κερασμένα από το μαγαζί. Παρά την άρνησή μου, πίστευε ο καφετζής ότι κάτι θα κάνω, θα μεσολαβήσω να πείσω τον Χαρίτωνα, ε!! και το κέρασμα θα έπαιζε το θετικό του ρόλο…….. Αργότερα έμαθα, ότι ο δεσπότης πείστηκε και ο φτωχός και καλοκάγαθος καφεπαντοπώλης σύντομα χειροτονήθηκε και έγινε λευίτης του Θεού. Οπωσδήποτε θα πίστευε ότι καταλυτική ήταν η παρέμβαση του αστυνόμου στο μακαριστό Χαρίτωνα.
Αποχωρώντας πριν ακόμη τους χαιρετήσω, ο δάσκαλος είπε ότι με γνώριζε. Απόρησα, πρώτη φορά τον έβλεπα.
-Σε είδα αστυνόμε, πριν πέντε ημέρες στο σχολείο της Μαυροπλαγιάς, όταν ανταμώσατε με το δάσκαλο τον Θόδωρο τον Πιπερίδη και τον Επιθεωρητή. Εγώ ήμουν ο ελαιοχρωματιστής πάνω στη σκαλωσιά και έβαφα το ταβάνι. Φοβήθηκα και δεν κατέβηκα, μη με αναγνωρίσει ο επιθεωρητής. Τί να κάνω, τα χέρια μου πιάνουν, έπεισα τον Πιπερίδη και έβαψα εγώ το σχολείο. Τα λεφτά για το βάψιμο ήταν καλά, κοντά ένας μισθός, καλά δεν έκανα;
Αυθόρμητα τον ρώτησα, γιατί δεν έβαψε το σχολείο ο Πιπερίδης;
-Άστον τον φίλο μας το Λάκη είπε, αριστοκρατική και αρχοντική φυσιογνωμία, δεν καταδέχεται να ασχολείται με χειρωνακτικές δουλειές, λες και γεννήθηκε στο Κολονάκι, πολύ σύντομα ξέχασε τα καπνά και τα λάχανα του Ελευθεροχωρίου.
Χαμογέλασα με την ευθύτητά του και προπαντός με την διάθεσή του για δουλειά. Χωριατόπαιδο και εκείνος, όπως και εγώ, από τα χωριά των Γρεβενών, ψημένος στα δύσκολα. Ήταν ο Νίκος ο Τούλιας, φίλος μέχρι τον πρόωρο χαμό του.
Περνώ μερικές φορές από τα χωριά, θυμούμαι και μελαγχολώ. Έτσι ήταν τότε τα μικρά χωριουδάκια, με κατοίκους, με σχολεία, με δασκάλους, με πολλά παιδιά, με παπάδες, με αστυνόμους, με χωματόδρομους για επικοινωνία.
Οι νέοι δρόμοι που άνοιξαν και ασφαλτοστρώθηκαν τα επόμενα χρόνια, λες και ήταν η κατάρα για την Ελληνική ύπαιθρο. Άδειασαν και ερήμωσαν τα χωριά. Μάταια προσπαθούν οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι να συντηρήσουν τα σπίτια τους με τις περιποιημένες αυλές. Δυστυχώς, εκείνα τα όμορφα και ζωντανά χωριά, σε λίγα χρόνια μάλλον θα αδειάσουν τελείως από ανθρώπινες ψυχές, φαντάσματα θα τριγυρνούν στα μισογκρεμισμένα ερημόσπιτα, ο τόπος, ακατοίκητος και ακαλλιέργητος, θα μεταβληθεί σε ένα απέραντο δάσος.