Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου 2024, 5:20:22 πμ
Τρίτη, 05 Ιουλίου 2016 12:06

Συμμετοχή των Θρακών στον Μακεδονικό Αγώνα και στους Βαλκανικούς Πολέμους

Η Θράκη είχε πάντα μεγάλη συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες, αλλά δεν κατόρθωσε να αναδείξει τους ήρωες της, τα δικά της παιδιά δηλαδή, όπως συνέβη με άλλες περιοχές της Ελλάδας. Με αποτέλεσμα να μην ξέρουν ούτε οι Θρακιώτες τους ήρωές τους.

Και δεν ήταν λίγοι… Άλλωστε και στο επίπεδο της ιστοριογραφίας η Θράκη είναι αδικημένη από τους μεγάλους ιστοριογράφους, αλλά εδώ, όχι με δική της ευθύνη.
Η ένοπλη δράση των σκλαβωμένων θρακών εναντίον των Τούρκων συνεχίστηκε και μετά το 1829, μετά δηλαδή  την ανεξαρτησία της Νότιας Ελλάδας και την δημιουργία του πρώτου ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, επί ένα περίπου αιώνα μέχρι το 1920, έτος απελευθέρωσης της Θράκης.
Οι Θρακικές ένοπλες ομάδες με τη δράση τους περιόριζαν τις αυθαιρεσίες και τις βαρβαρότητες των Τούρκων στις υπόδουλες ακόμη περιοχές του Ελληνισμού.
Θα αναφέρουμε ορισμένους μόνο από τους Οπλαρχηγούς των Θρακικών ένοπλων Ομάδων που έδρασαν κατά των Τούρκων κατακτητών από το 1829 μέχρι το 1920.
Καπετάν Κωστής Ιγνάτογλου ή Τσάνταλης απ’ την Τσαντώ, Καπετάν Βαγγέλης Ματσιάνης απ’ τα Λάβαρα, Καπετάν Νικόλας απ’ το Σχολάρι, Καπετάν Μπαχτσεβάνογλου από την Κούρναλη της Ραιδεστού, Καπετάν Στεφανής από το Σιμιτλή.
Οι εναντίον των Βουλγάρων αγώνες των Θρακών
Με την έναρξη του β’ μισού του 19ου αιώνα στα προβλήματα των Θρακιωτών από τους Τούρκους, προσετέθη και ο εθνικισμός των Βουλγάρων που ως τότε (1850) πολεμούσαν στα ορεινά της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Βόρειας Θράκης και όσοι, λίγοι πάντως, συνοικούσαν  με τους Έλληνες, συμβίωναν αρμονικά μαζί τους. Από το 1857 με τις ταραχές που δημιούργησαν οι Βούλγαροι στην Φιλιππούπολη   ως την  ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870-1872 η κατάσταση επιδεινώθηκε σε βάρος των Θρακιωτών.
Με όλες τις δυσκολίες όμως οι Θρακιώτες δεν έλειψαν από τους εθνικούς αγώνες βοήθησαν έτσι την Κρητική Επανάσταση του 1866 με την συμμετοχή μεγάλων ομάδων νέων πολεμιστών και με την ίδρυση μυστικών εταιρειών, πράγμα που επιβάρυνε τις ήδη τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις, που εκμεταλλεύθηκαν οι Βούλγαροι πετυχαίνοντας την έκδοση του φιρμανιού ιδρύσεως της Εξαρχίας (10 Μάρτη 1970). Η Βουλγάρικη εξέγερση του 1876 προετοίμασε το έδαφος για την προώθηση των σλαβικών συμφερόντων σε βάρος των ελληνικών και την προσάρτηση των ελληνικών επαρχιών της ΒΑ Θράκης στη Βουλγαρία υπό την καθοδήγηση του Ρώσου πρέσβη στην Πόλη Ιγνάτιε και με την ανοχή των Μεγάλων δυνάμεων.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1876-1878 με τις νίκες των ρωσικών δυνάμεων και την κατοχή της Θράκης από τους Ρώσους, υπήρξε μοιραίος για τα συμφέροντα του Θρακικού Ελληνισμού. Οι Ρώσοι εργάστηκαν σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων με αποκορύφωμα τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878 και την δημιουργία της αυτόνομης επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας με την Συνθήκη του Βερολίνου (Ιούλιος 1878) που οδήγησε τελικά, με την ποικιλότροπή ρωσική βοήθεια, στην πραξικοπηματική προσάρτηση της στη Βουλγαρία τον Ιούνιο του 1886. Στο μεταξύ διάστημα είχε προηγηθεί μια χωρίς προηγούμενο καταδίωξη του Ελληνισμού της Θράκης από τους Βουλγάρους και τους Ρώσους που προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα για κάθοδο στο Αιγαίο και έλεγχο της ΝΑ Ευρώπης.
Μετά το 1886 ο αφελληνισμός της Θράκης έγινε πιο συστηματικός με συλήσεις ναών, μονών, κλείσιμο ελληνικών σχολείων και με τη δημιουργία μιας δραματικής σε βάρος των Ελλήνων κατάστασης που επιδείνωσε η Ελληνοβουργαρική διαμάχη στην Μακεδονία.
Έτσι ήρθε το τραγικό έτος 1906, όταν οι Βούλγαροι επιτέθηκαν και λεηλάτησαν ελληνικά σπίτια, εκκλησίες, σχολεία, μονές στην Φιλιππούπολη, στην Βάρνα, στον Πύργο, στην Αγχίαλο. Ο Ελληνισμός άντεξε για ακόμη μια φορά. Σταθμός στην ιστορία της Θράκης ήταν ο θρακικός αγώνας, τον οποίο Έλληνες αξιωματικοί είχαν οργανώσει στη Θράκη την τριετία 1903-1906 με εμψυχωτές τον υποπρόξενο του Δεδέαγατς Ίωνα Δραγούμη, τον Στυλιανό Γονατά κ. ά.
Οι αγώνες στη Αν. Θράκη και την Αν. Ρωμυλία
Οι Έλληνες της Θράκης ευρεθέντες μπροστά στην υπό των Βουλγάρων διαμορφωθείσα κατάσταση αντέδρασαν και οργάνωσαν τη διεξαγωγή του εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων αγώνα όπως γράφουμε παραπάνω κατά την πρώτη περίοδο (1903-1906) και κατά την δεύτερη περίοδο (1907-1909).
Ενδεικτικά να αναφέρουμε την δράση κάποιων οργανωμένων ομάδων και  οπλαρχηγών.
Καπετάν Θοδωρής ή Θοδωράκιως Αμπατζόπουλος. Γιος τον Ιωάννη Αμπατζή (ράφτη) και της Καλλίτσας..
Γεννήθηκε το 1884 στη Βιζύη Είκοσι χρονών, το 1905, κατατάσσεται στο δεύτερο Τάγμα Ευζώνων και αποσπάται στην ανακτορική φρουρά. Το 1907 γυρίζει στη Βιζύη και γίνεται από τα πιο ενεργά μέλη της μυστικής οργάνωσης, που ο πρόεδρος της ήταν ο Μητροπολίτης Βιζύης Άνθιμος και στρατιωτικός διευθυντής ο Κλείτος. Από τον Ιούλιο τον 1908 έγινε οπλαρχηγός Ένοπλης Ομάδας, της οποίας η δύναμη αυξομειωνόταν ανάλογα με τις ανάγκες τον αγώνα.
Το 1908, μετά την επανάσταση των Νεότουρκων και τη διακήρυξη του Συντάγματος, οι Βούλγαροι δε σταμάτησαν τις Θηριωδίες τους στη Θράκη. Έτσι, στις αρχές Οκτωβρίου τον 1908, οι Βούλγαροι δολοφόνησαν δυο Έλληνες από τις Σοφίδες, ένα χωριό δυο ώρες δυτικά της Βιζύης. Ο ένας από αυτούς ήταν αδερφός τον Μαργαρίτη Παπασάββα, δάσκαλου του Αμπατζοπουλου.
Τότε συγκεντρώθηκαν από τα γύρω χωριά 18-20 παλικαριά, μεταξύ των οποίων και ο αδερφός του Αμπατζόπουλου, Δημοσθένης, ο Δημήτριος Σταυράκογλου από τη Βιζύη, ο Αριστείδης Κωνσταντίνου Χατζηδημήτρης από το Κρυόνερο και ο Μπακιρτζής από τις Σοφίδες.
Από άλλες πηγές μαθαίνουμε για τη συμμετοχή στο σώμα τον Αμπατζοπουλου τον Ιωσήφ Παπαδοπούλου, τον Γεωργίου Κάλφα τον Γιάννη Τεκνετζή από τη Βιζύη καθώς και κάποιον Απόστολου Σφίνιου.
Με αρχηγό τον καπετάν Θοδωρή Αμπατζόπουλο αποφασίστηκε να επιτεθούν στο βουλγάρικο χωριό Πινακά, που ήταν η γενέτειρα τον Σισμάνωφ και το χρησιμοποιούσαν οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες ως ορμητήριο για τις επιδρομές τους.
Στη σtιμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν αρκετοί Βούλγαροι και τραυματίστηκε ένας μόνο Έλληνας . Ο βασικός όμως στόχος, που ήταν η εξόντωση τον Σισμάνωφ, απέτυχε, γιατί τη νύχτα της επίθεσης απουσίαζε από το χωριό.
Μετά την επίθεση στο χωριό Πινακά και ύστερα από τη σφαγή δώδεκα Ελληνοπούλων ηλικίας 8 μέχρι 12 χρονών, στην περιοχή των Σοφίδων, η ομάδα του Αμπατζοπουλου συνέχισε τη δράση της στα 1909 με εκκαθαρίσεις βουλγάρικων συμμοριών στα βουνά του Σαμμάκοβον, στο Μικρό Αίμο, στο Κρυόνερο και στο όρος Ντόμπροβα.
Βεβαίωση του Στυλιανού Γονατά για τη δράση του Αμπατζόπουλου
Ο υπογεγραμμένος Στυλιανός Γονατάς βεβαιώ ότι ο Θεόδωρος Αμπατζάπουλος εκ Βιζύης της Θράκης διετέλεσαν οπλαρχηγός μικρά ομάδος δράσης κατά τα έτη 1907 - 1909 εις το διαμέρισμα Σαράντα Εκκλησιών της Θράκης, ήτις συνετέλεσαν εις τον φρονημάτισαν του πληθυσμού του διαμερίσματος εκείνου και του περιορισμού της δράσεως των Βουλγάρων. Ο ίδιος φόνευσε τον επί κεφαλής των εκείσε Βουλγάρων κομιτατζήδων Σισμάνωφ και επεδείξατο καθ' όλην την διάρκεια της δράσεώς του διαγωγήν αξίαν παντός επαίνου.

Άλλοι αντάρτες από την περιφέρεια της Βιζύης, όπως τους κατονομάζει o επίσης αντάρτης, Λεωνίδας Χατζηϊωάννου, ήταν οι:
Δήμος Σιδεράς από τη Βιζύη
Παρασκευάς από το Σκεπαστό,
Ηλίας από το Σοργάς και
Μιμίκος από το Φανάρι της Σηλυβρίας.
Σύμφωνα πάντα με την παραπάνω αφήγηση, μερικοί από τους "χορηγούς", που συντηρούσαν τα αντάρτικα σώματα, ήταν οι:
Μαρίνος Μαρινέλης από το Κωστή Αγαθουπόλεως,
Αναστάσιος Χατζηγιάννης από τις Σαράντα Εκκλησιές,
Κύρκος Κύρκου, γιατρός από το Σαμμάκοβι,
Τσορμπατζής Κωστάκης και
Κοσμάς ο τσαγκάρης από το Αχμάτμπεη.
 
Συμμετοχή των Θρακών στον Μακεδονικό αγώνα
Εκτός απ’ τους αγώνες που έδωσαν οι Θράκες μέσα στην κύρια εδαφική περιοχή της Θράκης εναντίον των Βουλγάρων, ένοπλα σώματα  πήγαν στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας και αγωνίστηκαν μαζί με τους ντόπιους Μακεδόνες, τους Κρήτες και τους άλλους αγωνιστές που ήρθαν απ’ τη υπόλοιπη στεριανή Ελλάδα (Μοραΐτες, Στερεολαδίτες, Ηπειρώτες κ.λ.π.) και πολύ απ’ αυτούς έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της Μακεδονίας.
Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε:
Από το Βιλαέτι της Ανδριανούπολης: από το Σκεπαστό, τον Σκοπό, τις 40  Εκκλησιές, τον Πύργο, το Ερικλέρ, το Ευκάριο κ.λ.π. Σύνολο αγωνιστών 44.
Από το Σαντζάκι της Βιζύης: από τη Σαρακίνα, από το Τουρλιά, από το Σαμάκοβο κ.λ.π. Σύνολο 27 αγωνιστές
Από το Σαντζάκι της Σωζουαγαθούπολης: από το, Αγ. Στέφανο, από το Κωστί, το Βασιλικό, το Μπροντίβο κ.λ.π. σύνολο 15 αγωνιστές.
Μακεδονομάχοι απ’ την Ξάνθη (14 Αγωνιστές), την Αλεξανδρούπολη (11 αγωνιστές μεταξύ των οποίων ο Αντώνης Λεονταρίδης ιδρυτής Αστικής σχολής, πρόκριτος, και ο Μητροπολίτης Ιωακείμ. Την Ελευθερούπολη (Πράβι),. Την Κομοτηνή (12 αγωνιστές μεταξύ των οποίων ο ιατρός Αβδής, ο Χρύσανθος Φιλιππίδης αργότερα αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Πρέπει να αναφέρουμε ειδικά μερικούς Μακεδονομάχους όπως:

Καπετάν Γκαίτε Τζοβαρόπουλος: Γεννήθηκε το 1882 στο Καβακλή Αν. Ρωμυλίας. Σπούδασε δάσκαλος στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. Με το ξέσπασμα του Μακεδονικού αγώνα διορίστηκε δάσκαλος στο Σέλι του Ν. Ημαθίας. Όπου με εντολή του Γενικού Κέντρου Άμυνας Θεσσαλονίκης ανέλαβε τη διοίκηση του αγώνα της περιοχής. Πρόσφερε πολλαπλές υπηρεσίες τόσο κατά τη διάρκεια , όσο και μετά τον επίσημο τερματισμό του Μακεδονικού Αγώνα με περιοχή δράσης τη Θεσσαλονίκη και την Ημαθία. Με προδοσία συνελήφθηκε από τους Τούρκους και φυλακίστηκε στο Γεντί Κουλέ. Το 1916 υπηρέτησε διευθυντής της νομαρχίας Σερρών από όπου συνελήφθηκε από Βουλγάρους και οδηγήθηκε στη Σόφια όπου υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Η πατρίδα τίμησε τον μεγάλο αυτό πατριώτη με το βαθμό του πράκτορα Α’ τάξης και το μετάλλιο του Μακεδονικού αγώνα. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1949.
Καπετάν Μακούλης ή Μάκουλας Ανδρέας
Ο Ανδρέας Μακούλης κατάγονταν από το Στενήμαχο της Ανατολικής Ρω-μυλίας. Εκεί έζησε μέχρι το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του. Όταν τονέστειλαν στο Δημοτικό σχολείο και τον υποχρέωσαν να μάθει τη Βουλγάρικη γλώσσα αντέδρασε τόσο πολύ, που χτύπησε το Βούλγαρο δάσκαλο. Παρακολούθησε μόνο το ελληνικό σχολείο και απέκτησε πολλές γνώσεις της Ελληνικής παιδείας. Έμαθε την τέχνη του βυρσοδέψη και διακρίθηκε ως καλός τεχνίτης. Από μικρός ενδιαφέρονταν για την Ελλάδα και για τους αγώνες της. Διακρίνονταν για τον πατριωτισμό, τη γενναιότητα, την καταπληκτική δραστηριότητα και την ευφυΐα του. Ήταν αγνός στο ήθος, αγαθός στη ψυχή, θαρραλέος και αισιόδοξος. Ήταν γιγαντόσωμος και πολύ γυμνασμένος. Φαίνονταν μεγαλύτερος της ηλικίας του.
Του έμειναν πολλά απωθημένα κατά των Βουλγάρων από τα δεινά, που υπέστησαν οι Έλληνες Στενημαχιώτες στα παιδικά του χρόνια. Πληγώθηκε η παιδική του ψυχή και έβαλε ως σκοπό της ζωής του να σώσει τη Μακεδονία από τις κατακτητικές βλέψεις των Βουλγάρων. Πληροφορούνταν από τα τότε μέσα μαζικής ενημέρωσης τα βάσανα και τα μαρτύρια των Ελλήνων Μακεδόνων από τη διπλή σκλαβιά των Τούρκων και Βουλγάρων. Καλλιέργησε πολύ το εθνικό του πατριωτικό συναίσθημα. Θέλησε να φύγει από τη Στενήμαχο, αλλά έγινε αντιληπτός από τις βουλγαρικές αρχές της πόλης. Έκτοτε παρακολουθείτο ως ύποπτος. Τον επιστράτευσαν με τη βία και δεν άντεξε. Μια νύκτα του Οκτωβρίου του 1906 βρήκε κατάλληλη ευκαιρία μαζί με άλλους Έλληνες. και με κίνδυνο της ζωής τους λιποτάκτησαν από το στρατό. Ήλθε στη Μακεδονία. Τον ακολούθησε η οικογένειά του, γιατί οι Βούλγαροι καταστρέψανε την περιουσία της.  Ήξερε την τέχνη του πολέμου και το προξενείο τον ονόμασε ανθυπολογαχό. Οπλαρχηγός με μεγάλη αποτελεσματικότητα και πολύ αγαπητός, που έδρασε στην περιοχή των Σερρών. Σκοτώθηκε στις 15 Ιούλη του 1907 κοντά στο χωριό Δοβίτσα.
Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης ή Παπαδράκος ήταν ιερέας μακεδονομάχος. Γεννήθηκε στην Ηράκλεια τής Θράκης το 1872. Το 1888 εισήλθε στη Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στον Μακεδονικό Αγώνα. Στην Μακεδονία μαζί με Κρήτες εθελοντές έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στις περιοχές της Καστοριάς και της Φλώρινας. Το ψευδώνυμο Παπαδράκος του δόθηκε κατά την δράση του στον Μακεδονικό Αγώνα.[3]. Συμμετείχε επίσης ως στρατιωτικός ιερέας, στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Καπετάν Αμβρακιώτης, - (πραγμ. όν. Ιωάννης Αβράσογλου) (Στενήμαχος, Θράκης, 1875 - Αθήνα, 1967) Επάγγελμα: Στρατιωτικός, Μακεδονομάχος
Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων (1892 - 1897) και ως ανθυπολοχαγός πήρε μέρος στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Μετά την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα πήγε (1904) στην τουρκοκρατούμενη
Στην αρχή εχρημάτισεν ως αρχηγός οργανωτής αντάρτικων σωμάτων, κατόπιν δε ως αρχηγός σώματος στην περιφέρεια Κοζάνης, όπου έδωσε πολλές μάχες κατά των Τούρκων και Βουλγάρων. Μετά προδοσία από τους Βουλγάρους συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τουρκους στο Σαρή Γκιολ (Κρηστώνα Κιλκίς) και κλείστηκε στις φυλακές. Κατάφερε να δραπετεύσει και συνέχισε τον αγώνα σε άλλες περιοχές. Συνεργάστηκε και πολέμησε μαζί με τους Ακρίτα, Μαζαράκη Κων., Καούδη Ευθύμιο και άλλους. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους το 1912 -. 1913 Περιλαμβάνεται στον πίνακα του Κορομηλά που αφορά τους πρώτους οργανωτές αντάρτικων ομάδων όπως: Μωραΐτου Μιχαήλ, λοχαγοϋ, με το ψευδώνυμον Κόδρος, Κουρέβελη Σπυρίδωνος, λοχαγοϋ, με το ψευδώνυμον ,Καλύβας, Μαζαράκη Κωνσταντίνου,ύπολοχαγοϋ, με το ψευδώνυμον Ακρίτας, Μηλίου
Σπυρίδωνος ή Σπυρομήλιου, υπομοιράρχου, υπό το ψευ¬δώνυμον Μπούας, Έξαδακτύλου Αθανασίου, ύπολοχαγοϋ, υπό το ψευδώνυμον Αντωνίου, Κακουλίδου Γεωργίου, ύπολοχαγοϋ, ύπό το ψευδώνυμον Δράγας ή Αριστείδης, και Κάκάβου Δημητρίου άνθυπολοχαγοΰ, ύπό το ψευδώνυμον Ζώης.
Δίμπρας Π. (Κλείτος Παναγ.) Ο καπετάν Δίμπρας αρχικά εργάστηκε ως εθνεγέρτης στην Αν. Θράκη στην περιφέρεια Σαράντα εκκλησιών και κατόπιν στην Γευγελή ως αλευρέμπορος με το ψευδώνυμο Κλεισούρας. Αργότερα έγινε οπλαρχηγός και πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά Τούρκων και Βουλγάρων. Συνεργάστηκε με άλλους μακεδονομάχους ιδιαίτερα στη μεγάλη μάχη της Ζαγοριτσάνης.
Αναστάσιος Παπαϊωάννου γνωστός ως  Νίκανδρος ή Παπανίκανδρος: Από το Καβακλή της Αν. Ρωμυλίας Αρχιμανδρίτης. Σπούδασε στο Ιεροδιδασκαλείο της Χάλκης και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1906 στάλθηκε από Μακεδονικό κομιτάτο της Αθήνας, σαν πράκτορας του Μακεδονικού Αγώνα στο Σούμποσκον Καρατζιόβας (Αριδαίας) με την ιδιότητα διευθυντή σχολείου. Μετά από διαταγή του ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης, χειροτονήθηκε ιερέας Καρατζιόβας και με την ιδιότητα αυτή προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες με πολυτιμότερη την κατάληψη της Καρατζιόβας (Αλμωπίας). Ως οπλαρχηγός αντάρτικου σώματος, ύψωσε την ελληνική σημαία πριν οι Σέρβοι προφτάσουν να την καταλάβουν.
Στέργιος Κουρούδης: Από το Καραγάτσι Αδριανούπολης. Υπάλληλος σιδηροδρόμων, πράκτορας, ταχυδρόμος, πολύτιμος μεταφορέας όπλων σε 3 βιλαέτια από το σταθμό Θεσσαλονίκης. Για περιπτώσεις προδοσίας διέθετε χρυσές λίρες για δωροδοκία Τούρκων με εντολή του Λάμπρου Κορομηλά.

Οι επιτυχίες των Ελλήνων από την έναρξη ακόμα του Μακεδονικού Αγώνα  ματαίωσαν τά βουλγαρικά σχέδια για την Μακεδονίαν. Οι “Έλληνες Μακεδονομάχοι κατόρθωσαν εντός δύο και μόνον ετών να έξουδετερώσουν ότι πέτυχαν οι Βούλγαροι διά θεμιτών και αθέμιτων μέσων επί οκτώ συνεχή έτη. Η αποτυχία αύτή στην άναμέτρησίν τους με τα Ελληνικά σώματα προκάλεσε την οργή των Βουλγάρων που έβλεπαν για μια ακόμη φοράν να ναυαγούν τα σχέδιά τους για Μεγάλη Βουλγαρία. Μη μπορώντας αλλιώς να αντιδράσουν  για το ναυάγιο των σχεδίων τους, στράφηκαν  προς έκδίκησι κατά τού ‘Ελληνισμού τής ‘Ανατολικής Ρωμυλίας.
Λεηλατήθηκαν και ερειπώθηκαν ή προσφάτως ανεγερθείσα Μαράσλειος Σχολή με την πολυτιμότατη βιβλιοθήκης της, η Σχολή ‘Αρρένων, το Παρθεναγωγείο και άλλα διδακτήρια. Την ίδια τύχη είχαν και ο ‘Ελληνικός Φιλαρμονικός Σύλλογος και όλα τα Ελληνικά κοινοτικά Ιδρύματα.
Μετά την Βάρνα και την Φιλιππούπολη, την ίδια τύχη είχαν και όλα τα υπόλοιπα κέντρα Ελληνισμού τής Ανατολικής Ρωμυλίας. 0 Πύργος, τό Εύσταθοχώρι, η Στενήμαχος, η Περιστερά, το Καβακλή, το Ακ — Μποννάρ, τα Βοδενά, η Κούκλαινα, το Τατάρ — Παζαρτζίκ, η Μεσημβρία, τα ‘Ελληνικά χωριά τού Μικρού Αίμου, η Σωζο&πολη καί ή ‘Αγχίαλος, όλα τους υπέστησαν τις ακρότητες τού βουλγαρικού όχλου.

Συμμετοχή των Θρακών στους Βαλκανικούς πολέμους
Είναι γνωστό και όπως αναφέραμε παραπάνω μετά την ίδρυση της Βουλγάρικης Εξαρχίας και την αύξηση του Βουλγάρικου εθνικισμού, άρχισε η προσφυγιά των Θρακών ιδιαίτερα αυτών της Ανατολικής Ρωμυλίας την περίοδο1885-1906 και μετά την περίοδο 1906-1914. Οι πρόσφυγες αυτοί εγκαταστάθηκαν στην Νότια Ελλάδα, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, αφού η Βόρεια Ελλάδα ήταν ακόμη σκλαβωμένη. Αυτοί στρατεύθηκαν κα πολέμησαν και στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και στην Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922
Να αναφέρουμε ενδεικτικά .κάποια σημαντικά ονόματα από τους πολλούς που συμμετείχαν στους Βαλκανικούς Πολέμους:
Παντελής Λεφάκης από το Σουφλί: Εκ των πρωτεργατών κατά τους Μακεδονικούς αγώνες της Εθνικής εν Θράκη Οργανώσεως, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου στο Σουφλί και οργανωτής ενόπλων μονάδων εξ ανδρείων και αλκίμων Σουφλιωτών.
Ήτο ένας Εθναπόστολος στην χειμαζομένη εκείνη χώρα..
Φυλακίστηκε επί μίαν εβδομάδα στις φυλακές Θεσσαλονίκης στο  Επταπύργιο, περιμένοντας πλοίο για Πειραιά. Τον είχαν απελάσει, αφήνοντας την οικογένειά του στο Σουφλί.
Το 1912 κατατάχθηκε ως υπίατρος στον Ελληνικό Στρατό. Προσφέρει τις υπηρεσίες του στο μαχόμενο στράτευμα, μακράν πάσης μετόπισθεν υπηρεσίας.
Με το πρώτον τάγμα που μπήκε το 1912 εις την Θεσσαλονίκη την 26ην Οκτωβρίου 1912 ήταν και εκείνος ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΕΦΑΚΗΣ.
Επειδή μιλούσε εκτός της Γαλλικής και την Τουρκική γλώσσα, ήταν ιατρός προς περίθαλψη των Τούρκων αιχμαλώτων.
Μετά τον πόλεμο, η πριγκίπισσα Αλίκη εκτιμώσα τον χαρακτήρα και την ενεργητικότητά του, τον διορίζει Διευθυντήν στο Θεαγένειο Νοσοκομείο.
Πρόεδρος επί σειράν ετών του συλλόγου Μακεδονομάχων Θεσσαλονίκης μέχρι τέλος της ζωής του. Παρασημοφορήθηκε με το μεγαλύτερο παράσημο της Ελλάδος, τον Σταυρόν του Τάγματος του Σωτήρος, καθώς επίσης με τον Σταυρόν του Τάγματος του Βασιλέως Γεωργίου του Α’, του Μακεδονικού Αγώνα και με τα μετάλλια της μάχης ΚΙΛΚΙΣ - ΛΑΧΑΝΑ και της μάχης του ΟΣΤΡΟΒ0Υ.
 Παπαλάμπρου Γεώργιος από την Περιστερά της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η Περιστερά βρίσκεται Νοτιοδυτικά της Φιλιππούπολης και Δυτικά της Στενημάχου. Ο πατέρας του ήταν ιερέας στην Περιστερά. Ο ίδιος περάτωσε τις σπουδές του στο Ζαρίφειο Διδασκαλείο της Φιλιππούπολης και στη συνέχεια με εξετάσεις, εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή της Σόφιας.
Ένας άγνωστος Βορειοθράκας ήρωας, θύμα των βουλγαρικών διωγμών στις αρχές του 20ου αιώνα, ο οποίος τελικά έδωσε τη ζωή του το 1912, στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, τότε που η Ελλάδα άνοιγε τα φτερά της για την εθνική ολοκλήρωση. Δυστυχώς τα στοιχεία που γνωρίζουμε για τον ένθερμο αυτό πατριώτη, είναι περιορισμένα.   
  Παπαθεοφίλου Στέφανος έφεδρος ανθυπολοχαγός από την Στενήμαχο της Αν. Ρωμυλίας.  Έχασε τη ζωή του, πολεμώντας τους Βουλγάρους, στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο αφού έπεσε στην μεγάλη μάχη του Κιλκίς.  Είναι καιρός τα σωματεία των Ανατολικορωμυλιωτών, να τιμήσουν όπως πρέπει τη μνήμη του Παπαλάμπρου, του Παπαθεοφίλου και των άλλων συμπατριωτών τους, η πατριωτική δράση των οποίων και ο ηρωικός θάνατός τους, παραμένει άγνωστος και με ευθύνη δική μας. Καιρός να τους γνωρίσουμε και να τους τιμήσουμε....
Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ελλάς" την 1η Αυγούστου 1913.
Νίκογλου Φίλιππος από την Στενήμαχο της Αν. Ρωμυλίας. Ο γιατρός που έσωσε τη Θεσσαλονίκη από τους Βουλγάρους.
Η Θεσσαλονίκη ήταν το μήλο της έριδος των συμμάχων του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Όταν Σερβία, Βουλγαρία και Ελλάδα συμφωνούσαν να επιτεθούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όλοι είχαν στο μυαλό τους να καταλάβουν την δεύτερη σε σπουδαιότητα πόλη της Αυτοκρατορίας.
Κι εκεί που οι κατάσκοποι ήταν είδος σε ανεπάρκεια ήρθε ένας γιατρός ΄Ελληνας στο φρόνημα, αλλά Βούλγαρος στην υπηκοότητα. Ήταν ο Φίλιππος Νίκογλου ο οποίος είχε γεννηθεί στη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1871. Είχε σπουδάσει γιατρός στη Ζαρίφεια Σχολή της Φιλιππούπολης (σημερινό Πλόβντιβ)  και είχε μετεκπαιδευτεί στη Γερμανία. Εργαζόταν ως χειρούργος ιατρός στη Σόφια μέχρι τη στιγμή που άρχισε ο πόλεμος και επιστρατεύτηκε ως στρατιωτικός γιατρός και μάλιστα χειρούργος.
Ο Νίκογλου άκουγε τους Βούλγαρους επιτελείς να κάνουν σχέδια να φθάσουν στη Θεσσαλονίκη και να την… απελευθερώσουν, όπως άκουγε και τα σχόλιά τους για τον ελληνικό στρατό που δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση στα χάλια που είχε να φθάσει στη πόλη!
Η ψυχή του πονούσε, αλλά δεν ήταν εύκολο να βρει κάποιον Έλληνα να ειδοποιήσει. Άλλωστε έπρεπε να είναι και ιδιαίτερα προσεκτικός. Σε καιρό πολέμου τέτοιες πρωτοβουλίες τιμωρούνται με εκτέλεση.
Όμως η τύχη, η καλή τύχη, στη προκειμένη περίπτωση έπαιξε το ρόλο της. Ο Νικόγλου συνάντησε στην Άνω Τζουμαγιά τον στρατιωτικό ακόλουθο της ελληνικής πρεσβείας στη Σόφια, τον Αθανάσιο Σουλιώτη, τον οποίο είχε καλέσει εκεί ο Βούλγαρος στρατηγός Θεοδόροφ. Ήταν μια κίνηση που στόχο είχε να ρίξει στάχτη στα μάτια των Ελλήνων. Ο Θεοδόροφ ποτέ δεν θα πήγαινε στο ραντεβού του με τον Έλληνα αξιωματούχο. Κατευθυνόταν ήδη προς τη Θεσσαλονίκη και η συνάντηση κλείστηκε απλά για να μην καταλάβουν οι Έλληνες τον πραγματικό προορισμό του. Ο Σουλιώτης αντί για τον Θεοδόροφ συνάντησε τον Νίκογλου που τον ενημέρωσε για όλα.
Από εκεί κι ύστερα η Αθήνα έμαθε τις προθέσεις των συμμάχων της κι ο Βενιζέλος ζήτησε επιτακτικά από τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη Θεσσαλονίκη.
Μετά την αποστράτευση του ο Νίκογλου επέστρεψε στη Σόφια, όπου είχε γίνει γνωστή η συνάντηση του με το Λοχαγό Αθανάσιο Σουλιώτη και οι οπαδοί του Βουλγαρικού Κομιτάτου απειλούσαν τη ζωή του.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1913, διέφυγε από τη Βουλγαρία και με τη βοήθεια φίλου του γιατρού, έφτασε αρχικά στη Θεσσαλονίκη, και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Το Ελληνικό κράτος τον παρασημοφόρησε το 1950, δια χειρός του Βασιλιά Παύλου, με τα διάσημα του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Γεωργίου του Α΄. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης τον τίμησε με την ανέγερση της προτομής του. Βρίσκεται στο μικρό πάρκο, στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Όλγας-Κοσμά Αιτωλού, λίγα μέτρα κοντά στο Λαογραφικό Μουσείο (τότε Βίλλα Ιακώβ Μοδιάνο). Επίσης ο Δήμος Θεσσαλονίκης έδωσε το όνομα του Νίκογλου σε δρόμο της πόλεως, ο οποίος εφάπτεται του Λαογραφικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Το ιδιαίτερο αυτής της προτομής είναι η ονομασία της μόλις και είναι ορατή απ’ τη φθορά του χρόνου, και κανείς θα μπορούσε να υποθέσει από τα χαρακτηριστικά του ανδρός, πως πρόκειται περί κάποιου εκπαιδευτικού, καθώς στην πόλη μας υπάρχουν αρκετές προτομές αφιερωμένες σε ανθρώπους των γραμμάτων. Στην πραγματικότητα η προτομή αυτή ανήκει στον Φίλιππο Νίκογλου, έναν από τους σημαντικότερους συντελεστές στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, του οποίου όμως η προσφορά συνήθως δεν μνημονεύεται στις ετήσιες εορταστικές επετείους…