Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2024, 6:25:58 πμ
Πέμπτη, 18 Φεβρουαρίου 2021 22:03

Σινεμά, ο δικός μας παράδεισος

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης, Δάσκαλος.

Όλοι αγαπήσαμε και αγαπάμε τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο. Με τις ταινίες του μεγάλωσε η γενιά μου τις δεκαετίες του 50 και του 60, μοναδική τότε διασκέδαση μέσα στις σκοτεινές αίθουσες.

Με τις ταινίες του μεγάλωσαν και τα παιδιά μας μέσα πια από την τηλεόραση. Με τις ταινίες του μεγαλώνουν και τα εγγόνια μας. Χρόνια τώρα παίζονται στα κανάλια και έχουν πάντα τεράστιες ακροαματικότητες. Βλέπουμε και ξαναβλέπουμε δεκάδες φορές την κάθε ταινία, έχουμε μάθει απ’ έξω τις ατάκες και παρ’ όλα αυτά ανοίγει η καρδιά μας όταν κάνοντας ζάπινγκ πέφτουμε σε κάποια αγαπημένη ταινία.
Για τον ελληνικό εμπορικό κινηματογράφο γράφτηκαν εκατοντάδες βιβλία, άρθρα κτλ. Λάτρης κι εγώ των παλιών ταινιών θέλω με το κείμενο αυτό να ασχοληθώ χιουμοριστικά με τις γραφικές και απολαυστικές αντιφάσεις που εντόπισα στο σύνολο των ταινιών. Κι αυτό πάντα με αγάπη για το είδος.
Και αρχίζω…
Οι δραματικές ταινίες έχουν μια παγκόσμια πρωτοτυπία. Εκεί προς το τέλος του έργου το αυτοκίνητο χτυπάει τον ήρωα, ο οποίος πέφτει αιμόφυρτος στο πεζοδρόμιο και τότε όλοι τον ακούν να εξομολογείται πράγματα μέχρι να ξεψυχήσει στην αγκαλιά της καλής του. Όλη αυτήν την ώρα κανείς δεν διανοείται να κάνει το αυτονόητο, να καλέσει δηλαδή το ασθενοφόρο για τη μεταφορά του στο Νοσοκομείο.
Στις κωμωδίες παρουσιάζεται ο βιομήχανος ή ο εφοπλιστής τόσο αγαθός και ευκολόπιστος που αναρωτιέται κανείς πώς έκανε τα λεφτά…
Στα κελιά των φυλακών συνυπάρχουν άνδρες και γυναίκες και συγκρατούμενός τους είναι συνήθως ο Γιώργος Ζαμπέτας που παίζει το μπουζούκι του και… όλοι μαζί τραγουδάνε χαρούμενοι μέσα στο κελί…
Ο Νίκος Ξανθόπουλος, ταπεινός, καταφρονεμένος, πεινασμένος και εξαθλιωμένος, βρίσκει την όρεξη να αρχίσει να τραγουδάει του καλού καιρού…
Απολαυστικά είναι και τα σκηνοθετικά λάθη όταν στην μία σκηνή βλέπεις την κυρία στο σπίτι να κατεβαίνει τις σκάλες με τα μαλλιά σε κότσο και όταν βγαίνει στο δρόμο τα μαλλιά να είναι χτενισμένα…περμανάντ.
Ο Κώστας Χατζηχρήστος έκανε καριέρα παριστάνοντας τον βλάχο βάζοντας ένα α μπροστά από κάθε λέξη (ασιουπή κτλ) πράγμα βέβαια που δεν υπάρχει στο βλάχικο ιδίωμα.
Στις ηρωικές ταινίες που αναφέρονται στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής, οι Γερμανοί αξιωματικοί τυχαίνει να ξέρουν όλοι άπταιστα ελληνικά είτε επειδή σπούδασαν την αρχαία ελληνική γραμματεία είτε επειδή κάποιος πρόγονός τους ήταν Έλληνας είτε επειδή έζησαν κάποιο διάστημα στην Ελλάδα πριν τον πόλεμο…
Ένα ακόμη παράδοξο είναι το εξής. Στο ένα δωμάτιο του σπιτιού γίνεται ο κακός χαμός απ’ τις φωνές των πρωταγωνιστών που μαλώνουν και μπαίνει από το διπλανό δωμάτιο ο άλλος χωρίς να έχει πάρει χαμπάρι τίποτε από τα τεκταινόμενα.
Βλέπουμε τον Βασιλάκη Καΐλα ως λουστράκο, να έχει στήσει το κασελάκι του στον έρημο δρόμο από τον οποίο δεν περνά ψυχή…
Στις μελοδραματικές ταινίες (μελό), κάποιοι ηθοποιοί ταυτίστηκαν με συγκεκριμένους ρόλους. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Μονίμως κακοί και καλοζωισμένοι πατεράδες ήταν ο Λυκούργος Καλλέργης και ο Θόδωρος Μορίδης ενώ οι αντίστοιχοι καλοί και κακοζωισμένοι πατεράδες ήταν ο Παντελής Ζερβός και ο Λαυρέντης Διανέλος. Χαροκαμένες μάνες ήταν η Ελένη Ζαφειρίου και η Μαλαίνα Ανουσάκη. Φτωχοί πρωταγωνιστές ήταν μονίμως ο Νίκος Ξανθόπουλος, ο Ερρίκος Μπριόλας, ο Κώστας Κακαβάς, ο Γιώργος Καμπανέλλης και από γυναίκες η Μάρθα Βούρτση, η Άντζελα Ζήλεια, η Άννα Ιασωνίδου.
Υπήρχαν και οι μόνιμοι κακοί πλούσιοι γιοι όπως ο Γιώργος Μούτσιος αλλά και κόρες όπως η Μέμα Σταθοπούλου. Άσε το τι γινότανε με τους γενικά μόνιμους κακούς όπως ο Σπύρος Καλογήρου και ο Ανέστης Βλάχος ή τους μόνιμους προδότες όπως ο Αρτέμης Μάτσας και ο Δήμος Σταρένιος.
Στις κωμωδίες μόνιμοι πατεράδες των λαμπερών πρωταγωνιστριών ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ενώ σφαλιαροφάγος ήταν πάντα ο Αλέκος Τζανετάκος.
Έγραψα τις παραπάνω πινελιές από αγάπη και μόνο για τις ταινίες μέσα από τις οποίες ζήσαμε και ζούμε.
Ας θυμηθούμε την τρυφερή ιταλική ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε ‘’Σινεμά ο Παράδεισος’’. Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος είναι το ‘’Σινεμά, ο δικός μας Παράδεισος’’ που λοιδορήθηκε από τους κύκλους των διανοουμένων της εποχής του αλλά η αντοχή του στο χρόνο τον καταξίωσε.