Παρασκευή, 1 Νοεμβρίου 2024, 4:33:27 πμ
Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2024 09:39

Πού ‘σαι Θανάση…

Είμαστε στον Σεπτέμβρη του μακρινού 1969. Τα σχολεία ξεκινούν. Πηγαίνω στην Δ’ Γυμνασίου (σημερινή Α’ Λυκείου) στο 4ο Γυμνάσιο αρρένων Θεσσαλονίκης. Στο θρανίο κάθομαι μόνος μου. Την πρώτη μέρα η φιλόλογός μας μετά τα καλωσορίσματα και τις ευχές, μάς παρουσίασε τον νέο μας συμμαθητή.

-Παιδιά, είναι ο Θανάσης και μάς ήρθε με μεταγραφή από άλλο Γυμνάσιο της πόλης μας. Να τον δεχτείτε με αγάπη και να τον βοηθήσετε να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον.

Ο Θανάσης έριξε μια γρήγορη διερευνητική ματιά, εντόπισε την άδεια θέση δίπλα μου και πλησίασε.

-Φίλε, μπορώ να καθίσω;

-Και το ρωτάς ρε φίλε; Κάτσε.

Πού να φανταστώ τότε ότι αυτός ο σύντομος διάλογος θα ήταν η απαρχή μια ισόβιας βαθιάς αδελφικής φιλίας…

Με τον Θανάση ζούσαμε στην ίδια γειτονιά μακριά από το Γυμνάσιό μας και ορίσαμε ένα σημείο στο οποίο όποιος έφθανε πρώτος περίμενε τον άλλον για να πάμε παρέα στο σχολείο. Μετά το σχόλασμα η ίδια διαδρομή ανάποδα. Γίναμε αχώριστοι. Ο Θανάσης καταγόταν από παραθαλάσσιο χωριό της Χαλκιδικής και στη Θεσσαλονίκη έμενε μόνος του. Οι γονείς του μεροκαματιάρηδες στο χωριό σε μια εποχή που δεν είχε αρχίσει η θεαματική ανάπτυξη της Χαλκιδικής. Έφερα τον Θανάση σπίτι μου και τον γνώρισα στους γονείς μου που από τότε τον είχαν πια σαν παιδί τους. Μια χειμωνιάτικη μέρα, θυμάμαι, ο Θανάσης στο σχολείο είχε τα χάλια του. Κρυωμένος άσχημα έβηχε και η μύτη του έτρεχε. Σχολάσαμε, πάω σπίτι μου και λέω στη μάνα μου:

-Μαμά, ο φίλος μου ο Θανάσης είναι άρρωστος. Άρπαξε ένα δυνατό κρύωμα.

-Και τι κάθεσαι βρε, μου λέει η κυρα-Λένη. Σήκω και πάμε.

Τον περιποιήθηκε η μάνα μου σαν δικό της παιδί και σύντομα ο Θανάσης στάθηκε στα πόδια του. Από τότε η μάνα μου έγινε δεύτερη μάνα του.

Με τον Θανάση γίναμε αχώριστοι. Στις επόμενες τάξεις οργανώναμε πάρτι στο σπίτι του και πηγαίναμε παρέα στα πάρτι που μας καλούσαν οι φίλοι μας. Μιλάω βέβαια για εκείνα τα αθώα πάρτι της δεκαετίας του 60 και των αρχών της δεκαετίας του 70 με το βερμούτ και τα φιστίκια. Τα πάρτι εκείνα που χορεύαμε τα μπλουζ της εποχής με τα κορίτσια την ίδια ώρα που τα τσιμπήματα στην καρδιά μας έκαναν το…δικό τους πάρτι.

Αποφοιτήσαμε από το Γυμνάσιο, περάσαμε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαρίσης και νοικιάσαμε το ίδιο σπίτι. Συγκάτοικοι λοιπόν στη Λάρισα, ζήσαμε τα όμορφα φοιτητικά μας χρόνια. Μετά την αποφοίτησή μας ο Θανάσης παντρεύτηκε και έφτιαξε μια όμορφη οικογένεια αποκτώντας δυο υπέροχες κόρες. Επικοινωνούσαμε τακτικά για να μαθαίνουμε τα μαντάτα μας ο ένας του άλλου. Παντρεύτηκα κι εγώ, απέκτησα δυο γιους και η καλοκαιρινή μας παραθέριση ήταν στο χωριό του στη Χαλκιδική όπου  ο Θανάσης αξιοποιώντας την οικογενειακή του περιουσία, νοίκιαζε δωμάτια.

Ζούσαμε μακριά αλλά κανονίζαμε πάντα να βρεθούμε για καφέ κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Απλώναμε τη ζωή μας προς τα πίσω και θυμόμασταν με νοσταλγία, εικόνες και πρόσωπα της εφηβείας μας και όχι μόνο. Ήρθε και η τεχνολογία και το διαδίκτυο και η επικοινωνία μας γινόταν πια σε άλλη βάση. Ανταλλάσσαμε στο viber βιντεάκια με τα εγγόνια μας. Έβλεπα ν’ ανθίζει τη δική του μονάκριβη εγγονούλα που τη λάτρευε. Του έστελνα κι εγώ βιντεάκια με τα δικά μου τα εγγόνια, καμαρώναμε για τη σπορά μας και χαιρόμασταν ο ένας για τις χαρές του άλλου.

Το φετινό καλοκαίρι δεν βρεθήκαμε. Προβλήματα, υποχρεώσεις…άστα βράστα. Δώσαμε την υπόσχεση να βρεθούμε εξάπαντος τον Σεπτέμβρη στη Σαλονίκη. Και ήρθε ο Σεπτέμβρης και δεν βρεθήκαμε. Μπήκε και ο Οκτώβρης.

Κυριακή 13 Οκτωβρίου πρωί. Κοιμάμαι ακόμα και με ξυπνάει ο ήχος του τηλεφώνου. Το σηκώνει η σύζυγος, την ακούω να μιλάει και κλείνει.

-Τι έγινε ρε γυναίκα, ποιος ήταν πρωί πρωί;

-Η κόρη του αδελφικού σου φίλου, του Θανάση.

-Πώς και μας θυμήθηκε;

- Πώς να σου το πω τώρα. Μου είπε ότι χθες βράδυ πέθανε ξαφνικά από οξύ έμφραγμα ο μπαμπάς της και σήμερα στις 3 το μεσημέρι θα γίνει η κηδεία του στο χωριό.

Πάγωσα. Δεν μπορεί, σκέφτηκα, ένας εφιάλτης είναι. Τσιμπήθηκα αλλά δυστυχώς δεν ξύπνησα. Ήμουν ήδη ξυπνητός. Τρελάθηκα. Ο φίλος ζωής μου, ο αδελφός μου ο Νάσος δεν υπάρχει πια. Δεν θα τον ξαναδώ. Δεν θα ξανακούσω τη φωνή του.

 Γύρισα από την κηδεία κομμάτια. Ξάπλωσα κι έκλεισα τα μάτια. Νάσο σ’ ευχαριστώ που υπήρξες στη ζωή μου. Σ’ ευχαριστώ για την κοινή μας πορεία στο όνειρο αυτό που λέγεται ζωή. Ήταν υπέροχο το ταξίδι…

Στ’ αυτιά μου ηχεί το τραγούδι του Γιώργου Ζαμπέτα:

                                         ‘’Θα πάρω σβάρνα μια βραδιά, όλες τις συνοικίες,

                                           δεν θέλω πολυτέλειες και πολυκατοικίες…

                                           Πού ‘σαι Θανάση, πού ‘σαι Θανάση,

                                           ήθελα να σ’ αντάμωνα….’’

Καλή αντάμωση αδελφέ μου…Καλή αντάμωση…