Αλήθεια, τι να πρωτοθυμηθώ από όσα έζησα τα χρόνια αυτά στον τόπο που αγάπησα;
Αρχές Σεπτέμβρη του 1978 και με το ολοκαίνουργιο φιατάκι μου έρχομαι από την πολύβουη Θεσσαλονίκη στο Κιλκίς και ορκίζομαι στην τότε Επιθεώρηση, σημερινή Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ενώπιον του αυστηρού επιθεωρητή Ευάγγελου Χουρδάκη.
Σάββατο ήταν. Το θυμάμαι επειδή ψάχνοντας με το φιατάκι μου το κτήριο της Επιθεώρησης βρέθηκα κατά λάθος στην λαϊκή αγορά όπου εγκλωβίστηκα και με τα χίλια ζόρια βγήκα ακούγοντας βέβαια τα σχολιανά μου. Τότε δεν είχε εφαρμοστεί το πενθήμερο εργασίας και οι υπηρεσίες δούλευαν και το Σάββατο. Αφού ορκίστηκα, με ενημερώνουν ότι με τοποθέτησαν στο χωριό Άνω Θεοδωράκι και πρέπει να παρουσιαστώ εκεί τη Δευτέρα. Γυρίζω στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη για το Σαββατοκύριακο και με ρωτάει η μάνα μου:
-Πού σε έστειλαν γιε μου;
-Σ’ ένα χωριό που το λένε… Άνω Θυμαράκι.
Την άλλη μέρα ακούω τη μάνα μου να μου λέει:
-Βρε αγόρι μου, συνάντησα στην εκκλησία την φίλη μου την κυρα-Παναγιώτα που κατάγεται από το Κιλκίς. Με ρώτησε πού διορίστηκες και της είπα στο Κιλκίς, στο χωριό Άνω Θυμαράκι. Έξυσε το κεφάλι της η καημένη και μου λέει ότι δεν υπάρχει τέτοιο χωριό στο Κιλκίς.
-Τι να σου πω ρε μάνα; έτσι μου είπανε, έτσι λέω.
Δευτέρα πρωί και ξεκινάω από Θεσσαλονίκη για το …Άνω Θυμαράκι να αναλάβω υπηρεσία. Με είχαν ενημερώσει στο περίπου πώς θα φθάσω εκεί. Θα πάρεις το δρόμο για Ευκαρπία, μου είπαν και μόλις περάσεις το χωριό θα στρίψεις δεξιά. Ο δρόμος θα σε οδηγήσει.
Φθάνω στην Ευκαρπία, στρίβω δεξιά, περνάω μέσα από τα νερά ενός ποταμού που διέσχιζε τον δρόμο και αντικρίζω στο βάθος ένα χωριό. Έφθασα, σκέφτηκα αλλά μόλις πλησιάζω διαβάζω στην ταμπέλα: Γερακαριό.
-Φτου σου, σκέφτηκα. Πού στο καλό με στείλανε;
Βγαίνω από το χωριό και βλέπω να τελειώνει η άσφαλτος και να ακολουθεί ένας χωματόδρομος που είχε το μαύρο του τα χάλι. Πέτρες παντού, στροφές και ένας ξεροπόταμος που τον πέρασα ζικ ζακ πέντε-έξι φορές. Το φιατάκι μου χόρευε ζεϊμπέκικο και αίφνης αντικρίζω στο βάθος ένα χωριό να αχνοφαίνεται. Επιτέλους έφθασα σκέφτομαι. Πλησιάζω και βλέπω την ταμπέλα να γράφει: Δίβουνο.
-Όχι ρε γαμώτο, σκέφτηκα, έχει κι άλλο δρόμο;
Συνεχίζω στον χωματόδρομο με τις στροφές και το φιατάκι άρχισε να αγκομαχά. Από μακριά αντικρίζω ένα μεγαλούτσικο χωριό. Αυτό είναι σίγουρα. Καλό χωριό μου φαίνεται. Χαλάλι η ταλαιπωρία. Η ταμπέλα έγραφε: Βάθη.
-Φτου και ξανά φτου. Πού είναι επιτέλους αυτό το έρμο το Άνω Θυμαράκι;
Μπαίνω στην πλατεία, σταματάω και ρωτάω κάποιον.
-Συγγνώμη κύριε, πού είναι το Άνω Θυμαράκι;
Με κοιτάει σαν ούφο ο άλλος και μου λέει:
-Μήπως εννοείς άνθρωπέ μου Άνω Θεοδωράκι;
-Ξέρω γω; Θυμαράκι…Θεοδωράκι κάπου εδώ μου είπανε ότι είναι.
-Βλέπεις εκεί στο βουνό; Είναι δυο χωριά. Το πρώτο δεξιά είναι το Κάτω Θεοδωράκι. Δεν θα στρίψεις αλλά θα συνεχίσεις μέχρι το άλλο. Αυτό είναι το Άνω Θεοδωράκι. Και να θες να
συνεχίσεις δεν μπορείς. Εκεί τελειώνει ο δρόμος γιατί πλησιάζεις στην κορφή του βουνού.
-Και ποιο βουνό είναι τούτο;
-Τα Κρούσια είναι.
Και αρχίζει η ‘’Κύρου ανάβαση’’.
Ανεβαίνω, ανεβαίνω και το φιατάκι μου κινδυνεύει να τα φτύσει. Επιτέλους φτάνω και αντικρίζω την ταμπέλα: Άνω Θεοδωράκι. Ρωτάω πού είναι το σχολείο και με καθοδηγούν. Φθάνω, παρκάρω, διαβαίνω την αυλόπορτα του σχολείου και η πορεία στη ζωή μου στο Κιλκίς…μόλις άρχισε.
ΥΓ. 1 Σχεδίαζα ο έρμος να μείνω στο Κιλκίς και να πηγαινοέρχομαι στο…Άνω Θυμαράκι. Κούνια που με κούναγε. Μετά την ταλαιπωρία που πέρασα, νοίκιασα σπίτι στη Βάθη.
ΥΓ. 2 Περισσότερες αναμνήσεις…προσεχώς